Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος συζητά με τον Σύλλα Τζουμέρκα για την καινούρια του ταινία, «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών»
-
Αργύρης Παπαδημητρόπουλος: Αυτή είναι η τρίτη σου ταινία. Προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Έγινε χαμός, οι κριτικές εξαιρετικές. Και τώρα θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Έχει έναν τίτλο από τον οποίο δεν μπορείς να καταλάβεις τι περιμένεις να δεις και είναι μια ταινία που θα προκαλέσει αντιδράσεις. Είναι μια ταινία έντονη σε όλα της, στη σκηνοθεσία, στις ερμηνείες της, στο θέμα της. Πώς θα ήθελες να τη δει κάποιος; Ποιες θα ήταν οι λέξεις που θα έβαζες υπότιτλο στο «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών»;
Σύλλας Τζουμέρκας: Καταρχήν, μου αρέσει που ο τίτλος είναι μυστηριώδης, το ήθελα από την αρχή. Και μου φαίνεται πως η λέξη «θαύμα» είναι πλέον προκλητική.
ΑΠ: Γιατί πιστεύεις ότι είναι προκλητική;
ΣΤ: Γιατί είναι. Είναι μια λέξη που σε πάει από τον χριστιανισμό μέχρι τον μαγικό ρεαλισμό. Είναι μια λέξη η οποία δημιουργεί μια ταραχή. Ταυτόχρονα εισάγει ένα υποκειμενικό και εξω-ορθολογικό σύμπαν, το οποίο υπάρχει 100% στην ταινία. Ένα σύμπαν με πολλά ονειρικά στοιχεία. Τώρα, σε σχέση με τις λέξεις που θα σκεφτόμουν ως υπότιτλο. Για μένα η ταινία είναι θρίλερ, ένα ονειρικό, παράξενο θρίλερ, με πολύ σκοτεινές σκιές και πολύ φωτεινές εκλάμψεις, είτε είναι εκλάμψεις χιούμορ είτε εκλάμψεις από μια υπόνοια θαύματος είτε εκλάμψεις ονειρικής ευτυχίας - μαζί με κατάμαυρες σκιές. Ένα θρίλερ που, σε πολλά, δεν μοιάζει με τα άλλα.
ΑΠ: Σίγουρα δεν μοιάζει με άλλα θρίλερ που έχουμε δει. Μας έρχονται, βέβαια, στο μυαλό παλιότερες ταινίες. Εγώ ένιωσα σαν να βλέπω το «Bad Lieutenant» του Φεράρα, καλύτερο, στο σήμερα, με γυναίκα πρωταγωνίστρια.
ΣΤ: Φυσικά. Η ταινία έχει μέσα και χορεύει με τον Φεράρα, τον Χέρτζογκ, τον Νίκολας Ρεγκ, τον Λιντς. Σκηνοθέτες που έχουν υπάρξει λίγο βρόμικοι, λίγο στο πλάι, και που μπόρεσαν κάπως να πάρουν τη σπονδυλική στήλη ενός είδους και, στην ουσία, να τη γυρίσουν ανάποδα. Αυτό είναι που κάνει και «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» στην ουσία, στα ελληνικά δεδομένα, και στο τώρα.
ΑΠ: Περισσότερο στο ελληνικό περιβάλλον, αφού δεν είναι μια ταινία εσωτερικής κατανάλωσης, είναι μια ταινία με ευρύτερη απεύθυνση, που καταλαβαίνω ότι την αγαπάνε έξω. Μια ταινία που μπορεί να μιλήσει σε όλους. Δηλαδή μπορεί να μην ξέρουν τι ακριβώς είναι το Μεσολόγγι, αλλά φροντίζεις, χωρίς να φλυαρείς, να τους το εξηγήσεις.
ΣΤ: Τα στοιχεία της μικρής πόλης είναι κοινά παντού. Όλοι, λίγο-πολύ, ξέρουν τι σημαίνει να είσαι εγκλωβισμένος σε μια τέτοια πόλη, όπου ό,τι έχεις μέσα σου ως δυνατότητα, ως potential, να είναι εκεί για να πεθάνει. Αυτό είναι κάτι που είναι κοινή εμπειρία. Τα θέματα της ταινίας είναι κοινά παντού. Απλώς η τοποθεσία και το περιβάλλον της ταινίας όπου συμβαίνει αυτό το θρίλερ είναι το Μεσολόγγι, μια μικρή πόλη της Δυτικής Ελλάδας.
ΑΠ: Απλώς είναι μια πόλη της Δυτικής Ελλάδας με πολύ κινηματογραφικό χαρακτήρα, αλλά και με μια ιστορική σημασία.
ΣΤ: Λάμπει και ζέχνει. Έχει αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, τα οποία μου αρέσουν. Έχει βρόμα και πολύ λάμψη. Και όταν λέμε λάμψη, εννοούμε ανάκλαση, επειδή υπάρχουν παντού νερά που όταν τα χτυπάει ο ήλιος δημιουργούν αντανακλάσεις - και αυτό είναι οπτικά μαγικό. Με τον Petrus Sjövik (Πέτρους Σιόβικ), τον φωτογράφο της ταινίας, θελήσαμε να την αναδείξουμε όσο πιο πολύ μπορούμε αυτή την αίσθηση της ξαφνικής λάμψης μέσα από τον βούρκο.
ΑΠ: Η ταινία έχει τρεις βασικούς ήρωες. Τι είναι ο καθένας;
ΣΤ: Ναι. Οι δύο κύριοι είναι οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες. Η Ελισάβετ, η Αγγελική Παπούλια, είναι μια αστυνομικός της αντιτρομοκρατικής που την εκδιώκουν κακήν-κακώς στην αρχή από την υπηρεσία της, μετά από τη συμμετοχή της σε μια βίαιη επιχείρηση, και την πετάνε στο Μεσολόγγι. Εκεί, τη συναντάμε δέκα χρόνια μετά, μητέρα ενός εφήβου πια, αλκοολική, απρόβλεπτη, αυτοκαταστροφική, ευέξαπτη, αστεία, ένα κινούμενο σκάνδαλο στη μικρή πόλη.
ΑΠ: Δυσμενής μετάθεση.
ΣΤ: Απόλυτα δυσμενής μετάθεση. Dead end. Και η άλλη ηρωίδα είναι Ρίτα, η Γιούλα Μπούνταλη, μια εργάτρια στα χέλια, που ζει στη σκιά του αδελφού της. Μια γυναίκα πολύ σιωπηλή και μυστηριώδης, που δουλεύει με τα χέρια της, με ένα εξαιρετικά δυνατό σώμα, αλλά σχεδόν χωρίς γλώσσα, χωρίς λόγια.
ΑΠ: Στη δραματουργία καταλαβαίνουμε νωρίς ότι αυτή η γυναίκα που δεν μιλάει καθόλου, όταν μιλήσει, θα μιλήσει μια και καλή.
ΣΤ: Πράγματι. Και μετά είναι ο Χρήστος Πασσαλής, ο αδελφός της, ένας ξεπεσμένος α λα Eurovision των αρχών του 2000, λαϊκοπόπ τραγουδιστής, που πλέον τραγουδάει στο σκυλάδικο της πόλης, και ζει ως αυτό που θα λέγαμε «τοπική διασημότητα». Για μένα είναι ένας πολύ ευάλωτος και loser χαρακτήρας, που τον παίζει ο Χρήστος Πασσαλής, νομίζω, συνταρακτικά.
ΑΠ: Έχεις μια καψούρα με την ποπ κουλτούρα. Στα είκοσι χρόνια που σε ξέρω, μέσα σ’ όλα, έχω καταλάβει πως είσαι μια εγκυκλοπαίδεια σε ό,τι αφορά την ποπ κουλτούρα, στα όρια της trash κουλτούρας.
ΣΤ: Με συγκινεί και το πολύ υψηλό και το πολύ χαμηλό. Το ενδιάμεσο είναι που δεν μ’ ακουμπά εύκολα - στη ζωή και στις τέχνες. (Γέλια). Ό,τι έχει ύψος, από ποιητές, συγγραφείς ή σκηνοθέτες, ή αντίστροφα ό,τι είναι μάλλον χαμηλό, ανυπόληπτο, αγγίζει την καρδιά μου και νιώθω συγγένεια. Το ενδιάμεσο δεν με συγκινεί, βασικά. Μου φαίνεται ξένο. Και πολλά υλικά σε αυτήν την ταινία είναι πολύ trash. Γιατί σε αυτή την ταινία ήμουν πιο ελεύθερος από ποτέ σ’ αυτά, αφού πολλοί χαρακτήρες είναι, οργανικά, πολύ white trash. Τους έφτιαξα με πολύ κέφι, ασέβεια και ελευθερία.
ΑΠ: Συμβαίνει κάτι πολύ όμορφο. Χρησιμοποιείς αυτά τα δυο άκρα που είπες για την ποπ κουλτούρα και στη σκηνοθεσία σου και στους χαρακτήρες σου και σε όλα. Είσαι από πολύ στιλιζαρισμένα πλάνα γυρισμένα με μαεστρία μέχρι τη «δεν με ενδιαφέρει τίποτα» κάμερα. Άρα, τα δυο αυτά άκρα, το trash και η υψηλή αισθητική, είναι κάτι που σε ερεθίζει;
ΣΤ: Είναι κάτι που με συγκινεί. Είναι η καρδιά μου αυτή. Κάνουμε ταινίες για αυτά που συγκινούν την καρδιά μας. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Εγώ πηγαίνω εκεί όπου με ευχαριστεί. Και είχε πολύ πλάκα, επειδή ακριβώς το περιβάλλον και οι ήρωες το επέτρεπαν - με τη Jorien Sont (Γιορίν Ζοντ), τη σκηνογράφο της ταινίας, και τη Μάρλι Αλιφέρη, την ενδυματολόγο, φτάσαμε στην τρέλα με όλα αυτά τα παραπήγματα, τα παρατημένα τροχόσπιτα, τα δερματίνη κολάν και τα βρόμικα φανελάκια. Όλη αυτή την αίσθηση αυθεντικού white trash, που είναι παγκόσμιο.
ΑΠ: Σκληρό, χειροποίητο...
ΣΤ:... Βρόμικοι, ταπεινωμένοι, φτωχοί λευκοί, πώς να το πούμε; Το σπίτι της οικογένειας του Μανώλη, ο στάβλος του Δόβρη με τα πεταμένα ψυγεία, τις νεκροκεφαλές κι έναν Βούδα... Όλη αυτή τη μίξη θραυσμάτων που συγκροτούν το white trash...
ΑΠ: ... από τη Λουιζιάνα και την Ιρλανδία μέχρι την Ελλάδα...
ΣΤ: ...Ναι! Είναι τα υλικά των ταπεινωμένων, φτωχών λευκών.
ΑΠ: Αυτοί, λοιπόν, οι ταπεινωμένοι, φτωχοί λευκοί έχουν πάντα μια σχέση με τη μουσική και τη θρησκεία. Και στην ταινία σου συμβαίνει αυτό.
ΣΤ: Ο ήρωας είναι ένας λαϊκός τραγουδιστής, τα κομμάτια του τα έχει γράψει ο Φοίβος. Φτιάξαμε για τον ήρωα ένα ολόκληρο άλμπουμ φωτογραφιών του και δημοσιευμάτων από την παλιά του καριέρα με τη βοήθεια του Νίκου Νικολόπουλου, βασισμένοι στο στυλ των αυθεντικών φωτογραφιών των περιοδικών των αρχών του 2000. Από κει και πέρα, ένας από τους λόγους που έκανα αυτή την ταινία -αλλιώς δεν θα την έκανα- είναι ότι έχει τρεις σκηνές χριστολογικές. Υπάρχει η Γέννηση και άλλα δύο επεισόδια, τα οποία είναι αυτό που λέμε αυθεντικά Jesus movie, Christ film.
ΑΠ: Faith-based; (Γέλια).
ΣΤ: (Γέλια). Όχι faith-based, αυτό είναι άλλο είδος... Το Christ film, από τον Παζολίνι μέχρι τον Ντενί Αρκάν, η ταινία με τον Χριστό δηλαδή, αυτό το υπο-είδος, είναι από τα πιο αγαπημένα μου και ήθελα οπωσδήποτε να είμαι μέρος του. Στο «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών», οι σκηνές με τον Χριστό εμφανίζονται επειδή η Ρίτα είναι ένας πολύ θρησκευόμενος χαρακτήρας, μια γυναίκα που πηγαίνει στην εκκλησία, προσεύχεται και έχει οράματα. Οράματα τα οποία κατά κάποιον τρόπο μοιράζεται με τον άλλον χαρακτήρα, της Ελισάβετ, αφού οι δύο γυναίκες της ταινίας, η Ελισάβετ και η Ρίτα, από ένα σημείο και μετά μοιράζονται τον ίδιο υποσυνείδητο ονειρικό χώρο. Αυτό το πλέγμα του σεναρίου μού επέτρεπε να ορμήσω με όλη μου τη δύναμη να κάνω τις δικές μου σκηνές Christ film - και αυτό για μένα ήταν από τους πυρηνικούς λόγους να κάνω την ταινία. Να γυρίσω τη δική μου Γέννηση, τη δική μου Ανάσταση, γιατί αυτό είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου που είναι πολύ αληθινό, λίγο ροκ, απρόβλεπτο και πολύ αυθεντικό. Η συνδιαλλαγή μου με αυτόν τον κόσμο, με τρόπους που μοιάζουν από βλάσφημοι μέχρι απόλυτα πιστοί, ξεκινά από την πρώτη μου μικρού μήκους, «Τα Μάτια που Τρώνε».
ΑΠ: Ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκεία;
ΣΤ: Η ερώτηση ίσως δεν είναι αυτή, αλλά το αν αυτός ο κόσμος είναι κομμάτι μου - και, ναι, είναι.
ΑΠ: Θυμάμαι όταν γυρνούσαμε το «Wasted Youth», όπου έπαιζες έναν πολύ κακό μπάτσο, είχες μια ιδέα την οποία κρατήσαμε: πριν φτάσει στη μοιραία πράξη, να βγάλει το σταυρουδάκι του και να το βάλει στο ντουλαπάκι του αμαξιού. Μοιάζει, λοιπόν να σε προβληματίζει αυτό το θέμα της θρησκείας.
ΣΤ: Δεν θα το έλεγα έτσι. Είναι οργανικό μου κομμάτι. Είμαι σε διάλογο με αυτόν τον κόσμο. Επίσης θεωρώ πως δίνει απότομα ύψος ή, αντίθετα, πολλή σκιά. Είναι ένας κόσμος που σου επιτρέπει να ανεβοκατέβεις σκάλες με μεγάλη σαφήνεια, ταχύτητα και ένταση.
ΑΠ: Είσαι ο Νικ Κέιβ του σινεμά! Που μπορεί να γίνει πολύ βλάσφημος, βρόμικος και ταυτόχρονα πολύ πιστός με βαθιά γνώση και σεβασμό για αυτό.
ΣΤ: Έχω αγάπη γι’ αυτά.
ΑΠ: Σε έχουμε δει να παίζεις σε ταινίες άλλων σκηνοθετών...
ΣΤ: Στις δικές σου κυρίως! (Γέλια).
ΑΠ: (Γέλια). ... σε ταινίες φίλων σου, τέλος πάντων, και να το κάνεις πάρα πολύ καλά. Γιατί δεν το κάνεις στις ταινίες σου;
ΣΤ: Γιατί μου φαίνεται πολύ δύσκολο και να παίζω και να σκηνοθετώ. Επίσης, βρίσκω μεγάλη απόλαυση και στα δυο και φοβάμαι πως, αν πάω να τα συνδυάσω, θα το χάσω αυτό. Κι εγώ θέλω να τα χαίρομαι, και το ένα και το άλλο.
ΑΠ: Στις ταινίες σου έχουμε δει κάποιες από τις πιο δυνατές ερμηνείες που έχουμε δει στο ελληνικό σινεμά. Μοιάζει να έχεις μια καψούρα με τους ηθοποιούς και, ταυτόχρονα, στα χέρια σου να είναι πρόθυμοι, δεν θα πω το κλισέ «να τσαλακωθούν», θα πω να βασανιστούν.
ΣΤ: Για μένα το κομμάτι με τους χαρακτήρες, ότι γράφεις έναν χαρακτήρα, μετά τον κάνεις πρόβα και μετά πας στο γύρισμα για να κάνεις ένα 150% πάνω σε αυτό που έχεις δοκιμάσει, όλα αυτά είναι ενωμένα και είναι για μένα από τα πιο απολαυστικά πράγματα στο σινεμά. Μου δίνει τρομερή χαρά. Μου αρέσει να φτιάχνουμε ό,τι φτιάχνουμε σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει ασφάλεια και μετά το κοινό ερώτημα που έχεις εσύ και οι βασικοί σου ηθοποιοί να το βλέπεις να γίνεται πράξη. Στην ουσία, μπαίνεις σε μια περιπέτεια πάνω σε ένα ερώτημα. Αν το ερώτημα είναι κοινό, μετά μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα, γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται ελεύθεροι. Αυτό για μένα είναι μεγάλο γλέντι.
ΑΠ: Έχεις κάποια μέθοδο στο να τους οδηγείς να νιώσουν τόσο ελεύθεροι και να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα ή έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη που σου δείχνουν;
ΣΤ: Έχει να κάνει, νομίζω, όπως ξέρεις κι εσύ, με το ποιοι είμαστε. Ποιος είμαι εγώ, ποιοι είναι αυτοί, ποιο είναι το ταλέντο τους, ποιο το δικό μου, ποια είναι η κοινή μας τρέλα. Πάνω από όλα είναι αυτό. Από εκεί και πέρα, χρειάζεται, φυσικά, τεχνική, ακρίβεια, υπομονή, προθυμία κ.λπ. Αλλά το θέμα είναι μάλλον πιο υπαρξιακό. Είναι το ποιος είναι κανείς. Όλοι οι ηθοποιοί, νομίζω, έχουν φέρει ένα είδος τρέλας σε αυτήν τη δουλειά τώρα, επειδή οι ρόλοι τους τους επέτρεπαν να πάνε σε περιοχές, σκοτεινές και φωτεινές, που δεν είναι συνηθισμένες.
ΑΠ: Δουλεύεις πολύ συχνά με κάποιους ανθρώπους. Πάντα υπάρχουν new entries, είτε στο συνεργείο σου είτε στο καστ, αλλά πάντα τα σενάρια τα υπογράφεις με τη Γιούλα Μπούνταλη, την παραγωγή την κάνει η Μαρία Δρανδάκη, η Αγγελική Παπούλια, η Γιούλα και ο Χρήστος Πασσαλής έχουν πάντα έναν ρόλο, όπως και τελευταία η Μαρία Φιλίνη. Τι σε οδηγεί εκεί; Όλοι οι σκηνοθέτες έχουμε κάπως μια συγκεκριμένη ομάδα που αγαπάμε πολύ να δουλεύουμε. Μοιάζει στις δικές σου ταινίες να είναι πιο αυστηρό αυτό.
ΣΤ: Δεν ξέρω αν είναι πιο αυστηρό. Εμένα αυτό που πάντα με οδηγεί είναι η έλξη, είτε είναι καινούριος συντελεστής ή παλιός, η έλξη πρέπει να είναι ανανεωμένη, καινούργια και παθιασμένη.
ΑΠ: Και τι λέει η Μαρία Δρανδάκη στους παραγωγούς, στους χρηματοδότες, και καταφέρνει και εξασφαλίζει να έχεις εσύ τα εργαλεία που χρειάζεσαι και στις ταινίες σου να μη λείπει τίποτα; Γιατί τα σενάριά σου είναι δύσκολα, παρόλο που εδώ μιλάμε για μια ταινία είδους, που δεν τη θεωρώ τόσο δύσκολη, αλλά, αντίθετα, ότι είναι μια ταινία που το κοινό θα αγαπήσει. Υπάρχει, όμως, μια δυσκολία στο να βρει ο κόσμος λεφτά να κάνει ταινίες και στις παραγωγές σου μοιάζει ποτέ να μη λείπει τίποτα.
ΣΤ: Η Μαρία, ανοίγοντας δρόμους και δύσκολες πόρτες από την πρώτη ταινία μέχρι σήμερα, έχει το ταλέντο, το πείσμα, τη δημιουργική δύναμη να μιλά για ένα υλικό με ακρίβεια, συνέπεια, κέφι και έμπνευση, μέσα και έξω από την Ελλάδα, κόντρα σε αντιξοότητες συχνά τρομακτικές. Να σηκώνει ένα πρότζεκτ από το μηδέν και να το φτάνει μέχρι την τελική του υλοποίηση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αυτός είναι.
ΑΠ: Μοιάζει να σου αρέσει ο κόσμος των ξένων παραγωγών, να ξέρεις να τους χειριστείς καλά και, ενώ σε άλλους αυτό τους δημιουργεί πρόβλημα, σε εσένα μοιάζει να είναι ατού.
ΣΤ: Ναι, έχω την αντίθετη εμπειρία από αυτήν που λες. Μου αρέσουν οι συμπαραγωγές, μου αρέσει να δουλεύω με ξένους συντελεστές και σε αυτή την ταινία είναι πολλοί. Θέλει επιφυλακή, κέφι και πολλή δουλειά. Αλλά όταν συντελεστές από διαφορετικές κινηματογραφίες συντονίζονται, φτιάχνουν έναν καινούργιο κόσμο, έναν κώδικα που είναι δικός τους. Θέλει επιμέλεια και φροντίδα στο φτιάξιμό του, αλλά όταν το καταφέρνεις γίνεται πνοή. Εμένα, πάντως, από χαρακτήρα -γιατί έχει να κάνει ο χαρακτήρας με αυτό που συζητάμε, δεν είναι κανόνας- μου ταιριάζει.