
Νίνος Φενέκ-Μικελίδης
Συνέντευξη
Ασπασία Λυκουργιώτη
Σκηνοθέτης, ποιητής, συγγραφέας, μελετητής, μα, πάνω από όλα, λάτρης της Eβδομης Tέχνης. Ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» από το 1975. Ο Νίνος Φενέκ-Μικελίδης συμπληρώνει πάνω από μισό αιώνα παρουσίας στα κινηματογραφικά πράγματα. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή το 32ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, που ξεκινά στις 21 Νοεμβρίου.
Πόσα χρόνια ασχολείστε με τον κινηματογράφο;
Ξεκίνησα από το γυμνάσιο, την Αγγλική Σχολή όπου πήγαινα στη Λευκωσία, όπου βγάζαμε τότε ένα περιοδικό στα αγγλικά και εγώ έγραφα εκεί για κινηματογράφο. Οι πρώτες μου κριτικές ήταν στο περιοδικό. Μετά, όταν ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω αγγλική φιλολογία, συνέχισα να πηγαίνω πολύ κινηματογράφο. Παρακολουθούσα πού έρχονταν τα αγγλικά κινηματογραφικά περιοδικά της εποχής, τα έπαιρνα και διάβαζα ποιες ταινίες πρότειναν. Κρατούσα σημειώσεις, τις φωτογραφίες που είχαν τις κολλούσα σε τετράδια και έβαζα και αστεράκια δίπλα σε κάθε ταινία, όπως έκαναν και τα αγγλικά περιοδικά.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε επαγγελματικά κριτική;
Επαγγελματικά είναι σχεδόν εξήντα χρόνια. Κριτική άρχισα να γράφω όταν επέστρεψα από την Ελλάδα στην Κύπρο, αρχικά σε περιοδικά και εφημερίδες. Μετά πήγα να σπουδάσω στο Λονδίνο κινηματογράφο και από εκεί άρχισα να στέλνω ανταποκρίσεις από ταινίες και αφιερώματα που παρακολουθούσα, κυρίως στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου. Στην Αθήνα είχαμε το Άστυ, όπου πηγαίναμε Κυριακές πρωί και βλέπαμε ταινίες που είχαν «συμβάλει» στην ιστορία του κινηματογράφου. Αλλού πηγαίναμε μόνο αν έβγαινε κάποιο καινούριο αριστούργημα. Στο Λονδίνο ήταν πιο εύκολο, γιατί είχε κινηματογράφους τέχνης σε όλη την πόλη - εκτός από την Ταινιοθήκη. Μετά πήγα με μια υποτροφία στην Ταινιοθήκη του Παρισιού για έναν χρόνο και έστελνα και από εκεί ανταποκρίσεις. Αυτές ήταν οι πρώτες επαγγελματικές. Όταν γύρισα στην Αθήνα πάλι, έπιασα να γράφω σε εφημερίδες και περιοδικά, όπου και συνεχίζω μέχρι σήμερα.
Θυμάστε κάποιον σκηνοθέτη εκείνη την εποχή που να αγαπούσατε ιδιαίτερα;
Όταν σπούδαζα στο Λονδίνο, ήταν ο Αντονιόνι. Ήταν, μάλιστα, μόλις είχαν βγει «Η Περιπέτεια» (1960) και μετά «Η Έκλειψη» (1962). Ήταν και ο Αλέν Ρενέ, το «Χιροσίμα, Αγάπη μου» (1959), που μου είχε κάνει εντύπωση. Στο Λονδίνο ανακάλυψα και όλους τους άλλους, τον Μπουνιουέλ και άλλους παραγνωρισμένους σκηνοθέτες του Αμερικανικού Κινηματογράφου, που είχαν προσφέρει εμβληματικές ταινίες τη δεκαετία του ’30 και του ’40, και τον υπόλοιπο κινηματογράφο, τον Γαλλικό και τον Ιταλικό. Ε, τον Φελίνι τον ξέραμε ήδη από την Αθήνα.
Έχετε βρεθεί, μέσα στα χρόνια, σε διάφορες θέσεις στα μετόπισθεν της καλλιτεχνικής δημιουργίας...
Ναι, είμαι από τους ιδρυτές της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Τότε μας έκανε πόλεμο η άλλη λέσχη ότι ήμασταν κομουνιστές. Έστελναν γράμματα στον υπουργό για να μη μας δέχονται στις επιτροπές που διοργάνωνε το υπουργείο, το Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είχα δημιουργήσει, θυμάμαι, την πρώτη λέσχη επιστημονικής φαντασίας το 1977, με μεταμεσονύχτιες προβολές, όπου μία φορά τον μήνα είχαμε και ολονύχτιες μέχρι τις 6-7 το πρωί στον κινηματογράφο «Άμλετ». Μετά πηγαίναμε στη Φωκίωνος Νέγρη και τρώγαμε πατσά. Ερχόταν και ο Ανδριανόπουλος, ο οποίος μετά έγινε υπουργός Πολιτισμού στη Νέα Δημοκρατία και, μάλλον επειδή ερχόταν, ήταν ο πρώτος ο οποίος μας κάλεσε επίσημα. Δέχθηκε την Ένωση και αρχίσαμε σταδιακά να μπαίνουμε σε επιτροπές. Έτσι, αναγνωρίστηκε σιγά σιγά η Ένωσή μας.
Πότε ξεκίνησε το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου;
Το 1988 είχε ανακηρυχτεί Έτος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εγώ ήμουνα σε μια συμβουλευτική επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού και πρότεινα τότε στη Μελίνα, μέσα σ’ όλες τις εκδηλώσεις που θα έκανε το υπουργείο, να κάνουμε ένα μεγάλο αφιέρωμα σε ταινίες του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Μου απάντησε ότι το υπουργείο δεν είχε λεφτά για τέτοια, αλλά, αν μπορούσα, να το έκανα μέσω της «Ελευθεροτυπίας». Το πρότεινα τότε στον Φυντανίδη, το δέχθηκε και διοργάνωσα ένα φεστιβάλ τεσσάρων εβδομάδων σε τέσσερις αίθουσες, όπου μία εβδομάδα ήταν αφιερωμένη στον Ελληνικό Κινηματογράφο, μία άλλη στον Νέο Αγγλικό Κινηματογράφο, μία στον Σοβιετικό της περεστρόικα και η τέταρτη στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό. Εκδώσαμε και ένα αφιέρωμα, «Ελληνικός Κινηματογράφος», όπου μιλούσαν σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και παραγωγοί για το πώς βλέπουν τον Ελληνικό Κινηματογράφο, πώς βλέπουν το μέλλον του, το Κέντρο Κινηματογράφου κ.ο.κ. Αν το διαβάσει κανείς σήμερα, ακόμη φαίνεται πολύ επίκαιρο, δυστυχώς, καθώς δεν έχουν προχωρήσει πολύ τα πράγματα.
Μετά αποφασίσατε να επαναλάβετε το Φεστιβάλ;
Το Φεστιβάλ είχε τότε μεγάλη επιτυχία, είχε ουρές, και επειδή μας άρεσε κι εμάς πολύ, είπαμε να το συνεχίσουμε, να μη μείνει ένα. Την επόμενη χρονιά διήρκησε δύο εβδομάδες και συνεχίστηκε έτσι από τότε. Τα πρώτα είκοσι χρόνια ήταν διοργανώτρια η «Ελευθεροτυπία». Από το εικοστό και μετά, για λόγους οικονομικούς, αφού έκλεισε η εφημερίδα, έμεινε ανεξάρτητο, με διάφορες οικονομικές δυσκολίες. Μόνο επί δημαρχίας Κακλαμάνη, που θέλησε να το κάνει το Φεστιβάλ της Αθήνας, ήμασταν κάπως πιο άνετα οικονομικά. Μάλιστα, είχαμε φέρει και τον Κόπολα και για πρώτη φορά είχε έρθει ο Κεν Λόουτς. Αλλά, δυστυχώς, επί Καμίνη σταμάτησε η χρηματοδότηση, ενώ θα μπορούσε...
Οι ταινίες είναι ένα αδιαμφισβήτητο πολιτισμικό αγαθό, που συχνά δυσκολεύονται να βρουν διανομή και να φτάσουν στις αίθουσες. Θεωρείτε ότι το Φεστιβάλ συμβάλλει στο να μπορέσει ο κόσμος να δει κάποιες ταινίες που δεν θα έβλεπε;
Ναι. Είναι ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στον Ευρωπαϊκό Κινηματογράφο, ο οποίος, όπως ξέρουν όλοι, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει προβλήματα σε σχέση με τον αμερικανικό, που είναι σχεδόν μονοπώλιο. Πάντα, όταν βγαίνει μια εμπορική ταινία αμερικανική, δεν βρίσκουν αίθουσες οι υπόλοιπες ταινίες. Να, τώρα, βγήκε, ας πούμε, το «Τζόκερ», που, εντάξει, είναι καλή ταινία, αλλά παίζεται σε 180 αίθουσες. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αίθουσες να προβάλουν ευρωπαϊκές, ασιατικές, ελληνικές ταινίες. Χρειαζόταν, και χρειάζεται, υποστήριξη ο μη Αμερικανικός Κινηματογράφος και αυτό κάνουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γαλλία το κάνει πάρα πολύ καλά, όπως και η Ισπανία. Εδώ, δυστυχώς, παρόλο που έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη υποστήριξη, δεν υπάρχει. Εμένα ο στόχος μου ήταν, και παραμένει, να προβάλλουμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα καμιά δεκαριά ταινίες, με την ελπίδα να βρουν διανομή. Γιατί πολλές φορές διανέμονται μετριότατες και άθλιες ταινίες. Επί Κακλαμάνη, που είχαμε μάλιστα χρήματα ως Φεστιβάλ, δίναμε μέχρι και 2.000 ευρώ στον διανομέα για τα έξοδα της πρώτης κόπιας και της μετάφρασης, προκειμένου να τη βγάλει στις αίθουσες.
Πέρα από τις καινούριες ευρωπαϊκές, στο Φεστιβάλ προβάλλονται άλλες ταινίες;
Ο στόχος του Φεστιβάλ ήταν πάντα τριπλός. Να φέρνουμε ακόμα περισσότερες ευρωπαϊκές ταινίες να τις δει ο κόσμος. Να προβάλλουμε, δεύτερον, τον Ελληνικό Κινηματογράφο και, τρίτον, την ιστορία του κινηματογράφου. Να βοηθήσουμε και τη νεότερη γενιά να δει παλιές ταινίες και να παραμένουν ζωντανές στη μνήμη του κοινού. Να κάνουμε δουλειά ταινιοθήκης, που, δυστυχώς, δεν κάνει η Ταινιοθήκη. Όλοι παραπονιούνται, αλλά δεν κάνει κανείς τίποτα επίσημα, και αυτό αξίζει να αναφερθεί, γιατί πάντα λέμε όλοι «μα, η Ταινιοθήκη, ενώ έχει δύο αίθουσες, γιατί δεν χρησιμοποιεί τη μία για να κάνει όλη τη χρονιά αφιερώματα σε Έλληνες σκηνοθέτες;». Χρηματοδοτήθηκε και το κτίριο τής το χάρισε το κράτος. Θα μπορούσε η μικρή αίθουσα να είναι Ελληνικός Κινηματογράφος. Δεν έχει σημασία πόσους θεατές θα έχει. «Σήμερα είναι δύο, αύριο δέκα και μεθαύριο χίλιοι», όπως μου είχε πει, όταν ήμουν μικρός, ο Ανρί Λανγκλουάi στην Ταινιοθήκη του Παρισιού, όπου βλέπαμε μια ταινία του Μούρναου δύο άτομα. Εμείς έχουμε κάνει αφιερώματα σε πάρα πολλούς σκηνοθέτες και εξακολουθούμε να κάνουμε. Αλλά αυτή θα έπρεπε να είναι η δουλειά της Ταινιοθήκης. Από την άλλη, οι αιθουσάρχες παραπονιούνται, θέλουν ταινίες σύγχρονες για να βγουν περισσότερα εισιτήρια. Αν είχαμε περισσότερα χρήματα, θα πληρώναμε ένα μίνιμουμ γκαραντί στην αίθουσα και θα κάναμε ό,τι νομίζαμε. Αλλά δεν έχουμε αυτήν την πολυτέλεια. Ούτε ΕΣΠΑ παίρνουμε ούτε άλλα κονδύλια, τα οποία τα παίρνουν και τα μοιράζουν εκεί όπου θέλουν, δυστυχώς.
Δείχνετε μη ευρωπαϊκές ταινίες στο Πανόραμα;
Ναι, αλλά ο ευρωπαϊκός είναι η βάση. Έχουμε κάνει και αφιερώματα για τη λογοκρισία στον κινηματογράφο, με ταινίες που ήταν απ’ όλον τον κόσμο, για τη μαύρη λίστα με αμερικανικές ταινίες, αφιέρωμα στον Καζάν, στον Κουροσάβα και άλλα. Προσπαθούμε να έχουμε και παράλληλες εκδηλώσεις, για να τραβήξουν το κοινό και να προωθήσουν τον κινηματογράφο με οποιονδήποτε τρόπο, εκθέσεις, συζητήσεις, masterclasses, όπως σε όλα τα φεστιβάλ, και, φυσικά, και κάποιες εκδόσεις. Τα τελευταία χρόνια, βγάζουμε μαζί με την ΠΕΚΚ τα προγράμματα του Φεστιβάλ και ένα βιβλίο τον χρόνο (Ταρκόφσκι, Βισκόντι κ.ά.). Φέτος, το βιβλίο θα είναι για τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, για τον οποίο κάναμε και προφεστιβαλική έκθεση ζωγραφικής, που τελείωσε στις 24 Οκτωβρίου, στη Στοά Κοραή, ενώ θα προβληθούν και ταινίες του.
Μέσα από την όλη εμπειρία σας και με αφορμή την είσοδο της αστυνομίας κατά την προβολή του «Τζόκερ», πιστεύετε πως οι απαγορεύσεις και η λογοκρισία έχουν επιπτώσεις στην κοινωνία;
Η λογοκρισία σίγουρα έχει επιπτώσεις. Εξάλλου, έχουμε κάνει αγώνα και ως Ένωση Κριτικών. Προσωπικά ήμουν τόσο σε γνωμοδοτικές επιτροπές του υπουργείου όσο και σε επιτροπή λογοκρισίας. Αυτήν τη στιγμή είμαι σε δευτεροβάθμια επιτροπή, που σημαίνει ότι ελέγχω ταινίες για τις οποίες έχει υποβληθεί ένσταση σχετικά με την καταλληλότητα από τους διανομείς. Τότε έρχεται σ’ εμάς και είναι πολλές οι φορές που έχουμε ανατρέψει την αρχική απόφαση. Βέβαια, δεν υπάρχει λογοκρισία αυτήν τη στιγμή όπως υπήρχε παλιότερα, όταν απαγόρευαν εντελώς μια ταινία και κάναμε αγώνα ως Ένωση Κριτικών, τότε, να σταματήσει αυτό το πράγμα. Τώρα, νομικά δεν μπορεί να υπάρχει λογοκρισία. Υπάρχουν μόνο οι κατηγορίες καταλληλότητας.
Παλιά, υπήρχε ένας χαλαρός άτυπος έλεγχος, που τώρα δεν υπάρχει. Στη γυναίκα μου, ας πούμε, όταν είχαμε παντρευτεί, ζητούσαν ταυτότητα γιατί έμοιαζε 18 ενώ ήταν 22. Στην είσοδο υπήρχε κι ένας εκπρόσωπος της Εφορίας, που μπορούσε να παρέμβει, αν έβλεπε ένα παιδί να μπαίνει σε ταινία που απαγορεύεται. Τώρα, ξαφνικά, το να μπαίνει η αστυνομία μέσα σε μια συγκεκριμένη αίθουσα, ενώ η ταινία προβάλλεται σε πολλές αίθουσες ταυτόχρονα και, από ό,τι φαίνεται, δεν γίνεται κανένας έλεγχος στην είσοδο, είναι παράλογο. Ή θα υπάρχει καθολική πολιτική να προστατεύεις τους ανήλικους ή δεν θα υπάρχει. Δεν μπορούν να μπαίνουν ξαφνικά με τα όπλα σε μια αίθουσα.
Θα μας πείτε δύο λόγια για τη δουλειά σας στην ΕΡΤ2;
Είχα αναλάβει το ’81, που μου ζητήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Όταν πήγα εκεί, ήταν άνω κάτω η ΕΡΤ. Κάθε κόμμα, όταν αναλαμβάνει, διορίζει και δικούς του μέσα. Ήταν άνθρωποι από τη χούντα, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορούσες να συνεννοηθείς, γιατί παρενέβαιναν, δημιουργούσαν προβλήματα προκειμένου να διατηρήσουν μια προηγούμενη κατάσταση. Εγώ προσπαθούσα, σιγά σιγά, να επιμεληθώ το πρόγραμμα του καναλιού. Έκανα μόνος μου ακόμα και τις αγορές των ταινιών και των υπόλοιπων προγραμμάτων, γιατί υπήρχαν τότε διάφοροι ατζέντηδες που προσπαθούσαν να βγάλουν ποσοστό από αυτό με διάφορους τρόπους και δεν ενδιαφέρονταν να βρουν την καλύτερη ταινία.
Τέλος πάντων, κατάφερα να κάνω μια οικονομία και να παίρνουμε καλύτερες ταινίες, φτιάξαμε και τις ζώνες στο πρόγραμμα, γιατί υπήρχε μέχρι τότε μόνο Παγκόσμιος Κινηματογράφος. Εγώ έβαλα Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, ημέρα γουέστερν, έβαλα Κυριακή απόγευμα οικογενειακό, Σάββατο επιστημονική φαντασία και μεταμεσονύχτια τρόμου. Είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα πολύ μεγάλο κοινό και να ξεπεράσουμε κατά πολύ σε τηλεθέαση την ΕΡΤ1, που προηγούταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έως τότε, έλεγαν «Παγκόσμιος Κινηματογράφος» και εννοούσαν κυρίως τον Αμερικανικό. Εγώ έβαλα γαλλικές, κινεζικές, ρωσικές και λατινοαμερικάνικες ταινίες, ενώ κάναμε και παρουσίαση των ταινιών πριν παιχτούν. Στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, μάλιστα, καλούσα τους σκηνοθέτες και συζητούσαμε για τις ταινίες τους. Είχε δημιουργηθεί ένα πράγμα που, δυστυχώς, σήμερα έχει εξαφανιστεί.