Μπερτράν Μαντικό
Συνέντευξη
Βασίλης Οικονόμου
Ο Μπερτράν Μαντικό, ο οποίος έχει ήδη μακρά πορεία στον πειραματικό κινηματογράφο, με 40 ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους, μας παρουσιάζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Τα Άγρια Αγόρια». Συνομιλήσαμε με τον Γάλλο δημιουργό για την έννοια της πρόκλησης, τα ζητήματα του φύλου και τις πολλαπλές επιρροές του.
Πώς ήταν η εμπειρία από τα γυρίσματα της πρώτης σου μεγάλου μήκους ταινίας;
Μπερτράν Μαντικό: Είχα συνηθίσει να λειτουργώ σαν να κάνω σπριντ και χρειάστηκε να μάθω να προσεγγίζω τη δουλειά σαν δρομέας μαραθωνίου. Αλλά, βέβαια, όλη αυτή η εμπειρία που κατάφερα να μαζέψω, καθώς έκανα τις μικρού και μεσαίου μήκους ταινίες μου, βοήθησε ώστε να διαχειριστώ αυτήν την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία και τις προκλήσεις που είχε χωρίς να πανικοβληθώ (πάρα πολύ) ή να απογοητευτώ.
Πάνω απ’ όλα, το ίδιο το φορμάτ της μεγάλου μήκους ταινίας συνδέεται με την ευχαρίστηση να εργάζεσαι εντατικά με τους ηθοποιούς σου. Ήμουν αρκετά τυχερός που μου δόθηκε η δυνατότητα να γυρίσω την ταινία με κάποιες εξαιρετικές ηθοποιούς και να υφάνω μαζί τους μια πυκνή και συναρπαστική ιστορία. Όμως η δυσκολία έγκειται, τουλάχιστον με τη δική μου μέθοδο, στο να δημιουργήσω ένα πλήρες και περίπλοκο soundtrack για αυτό το πολύ μεγάλο φορμάτ, αφού εγώ δεν ηχογραφώ κατά τη λήψη.
Γιατί αποφάσισες να επικεντρωθείς στα ζητήματα του φύλου;
ΜΜ: Ήθελα να δώσω στις ηθοποιούς κάποιους ρόλους που δεν τους είχαν ανατεθεί ποτέ πριν - τους ρόλους των βίαιων, γοητευτικών, ελκυστικών, εξοργιστικών και αμφίσημων αγοριών. Νομίζω ότι οι ηθοποιοί, και ειδικά οι γυναίκες ηθοποιοί, θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να παίζουν πιο συχνά χαρακτήρες του αντίθετου φύλου, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από το σενάριο - απλώς και μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού και της σύνθεσης. Μισώ τα σύνορα και μου αρέσουν αυτοί που τα διασχίζουν, εκείνοι και εκείνες που περνούν τις γραμμές ελεύθερα. Χωρίς να νοιάζονται για το πού ανήκουν.
Είναι το νησί των ηδονιστών ο ιδανικός τόπος για την αναμόρφωση των εφήβων;
ΜΜ: Δεν πιστεύω στα «οφέλη» της τιμωρίας. Η κύρια πηγή έμπνευσης για το νησί ήταν ο Πινόκιο - το νησί όπου τα παιδιά που αναζητούν την ευχαρίστηση μετατρέπονται σε γαϊδούρια... Καθώς και το νησί της Κίρκης στην Οδύσσεια, όπου οι άντρες που κάνουν κατάχρηση σε ναρκωτικά και άλλες απολαύσεις μεταμορφώνονται από την Κίρκη σε γουρούνια.
Κι έτσι φαντάστηκα ένα νησί γεμάτο απολαύσεις (μερικές φορές άγριες), αλλά χωρίς αυτή την ιδέα των τιμωρητικών μεταμορφώσεων. Στην ιστορία μου, η μεταμόρφωση προκαλεί σύγχυση και ανοίγει νέες προοπτικές. Ως έφηβος, συνήθιζα να ονειρεύομαι ότι πηγαίνω σε ένα νησί αέναων μεταμορφώσεων, όπου κάθε άτομο θα μπορούσε να αλλάζει φύλο κάθε έξι μήνες.
Το ευχαριστιέσαι να τεντώνεις τα όρια ανεκτικότητας του μικροαστισμού μέσα από μεγάλες δόσεις πρόκλησης;
ΜΜ: Δεν έχω την αίσθηση ότι προκαλώ. Απλώς αμφισβητώ τον θεατή, οδηγώντας την κινηματογραφική κάμερα σε λιγότερο συμβατικές κατευθύνσεις. Αναζητώ, πρώτα απ’ όλα, να εκπληρώσω τις δικές μου επιθυμίες ως θεατή, δημιουργώντας μια ιστορία περιπετειών υβριδική με στοιχεία σύγχυσης, ερωτισμού και εσωτερισμού.
Δεν μου αρέσει πολύ η ιδέα ενός ηθικού σινεμά που είναι κυνικό ή διδάσκει μαθήματα. Οι χαρακτήρες μου είναι ρομαντικοί, διφορούμενοι, ευαίσθητοι και σκληροί. Ζουν περιπέτειες σε θυελλώδεις θάλασσες. Αυτή η ελευθερία στον τόνο, μερικές φορές κάνει τα πράγματα σουρεαλιστικά, μπορεί ίσως να πληγώσει κάποιους. Όμως, όπως έχει πει ο Μπουνιουέλ, «ένας σεναριογράφος, κάθε μέρα, πρέπει να σκοτώσει τον πατέρα του, να βιάσει τη μητέρα του και να προδώσει τη χώρα του».
Μια από τις πιο ξεκάθαρες επιρροές στη ταινία σας φαίνεται να είναι το «Γκότο, Το Νησί του Έρωτα» του Βαλέριαν Μπόροβτσικ. Ποιος άλλος σας ενέπνευσε περισσότερο σε αυτή την ταινία;
ΜΜ: Όταν ανακάλυψα τον Μπόροβτσικ και τις ταινίες του, ήταν αδύνατο να δω το «Γκότο», καθώς δεν υπήρχε πουθενά, ούτε και σε βίντεο. Και έτσι, ονειρευόμουν εικόνες που περιστρέφονται γύρω από τον τίτλο. Και αυτό που φανταζόμουν έφερε μια ισχυρή ομοιότητα με τα «Άγρια Αγόρια».
Έχω μυριάδες επιρροές, αλλά η βασική μου επιθυμία ήταν να φτιάξω ένα απίθανο υβρίδιο ανάμεσα σε μια περιπέτεια τύπου «Ροβινσώνα Κρούσου» αλά Ιούλιος Βερν και Γουίλιαμ Μπάροουζ. Σκεφτόμουν επίσης τους πίνακες του Χένρι Ντάρτζερ. Αλλά και, από καθαρά κινηματογραφική άποψη, υπήρχε ένα ολόκληρο καλειδοσκόπιο ταινιών που τροφοδότησαν τη φωτιά μου σε αυτή την ταινία: «Μετά το Βιασμό» του Μπουνιουέλ, «Ο Άρχοντας των Μυγών» του Πίτερ Μπρουκ, «A High Wind in Jamaica» του Αλεξάντερ Μακέντρικ, «Fighting Elegy» του Σεϊτζούν Σουζούκι, το «Naked Pursuit» του Τόσιο Οκουάκι, «Ο Καβγατζής» του Φασμπίντερ, «Η Νήσος των Χαμένων Ψυχών» του Κέντον, «The Saga of Anatahan» του Φον Στέρνμπεργκ, «Μικρές Αφροδίτες» του Κούνδουρου, «A Song of Love» του Ζενέ, το «Gewalt! Gewalt» του Ουακαμάτσου, το «Profound Desires of the Gods» του Ιμαμούρα, «Mishima: A Life in Four Chapters» του Σρέιντερ και «Η Ομίχλη» του Κάρπεντερ. Πήρα ένα σφηνάκι από καθεμία από αυτές τις ταινίες για να μεθύσω κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και να βρω τη δική μου φωνή.