Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

κεν λοουτς

Κεν Λόουτς

Συνέντευξη
Καλίμ Αφτάμπ

 

Η καινούρια ταινία του μεγάλου Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, το κοινωνικό-ρεαλιστικό δράμα «Δυστυχώς Απουσιάζατε», γυρίστηκε, όπως και η προηγούμενη, το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», στο Νιούκασλ. Σε αυτήν περιγράφονται οι σύγχρονες, επισφαλείς εργασιακές συνθήκες, όπου οι εργοδότες εκμεταλλεύονται τις μορφές ελαστικής εργασίας για να παρακάμψουν την εργασιακή νομοθεσία και να θέσουν αδύνατους στόχους για τους εργαζομένους τους. Η ταινία μάς αφηγείται την ιστορία του Ρίκι, που αναγκάζεται να πιάσει δουλειά ως οδηγός ντιλίβερι, αλλά του ανακοινώνουν ότι στην ουσία θα εργάζεται ως αυτοαπασχολούμενος. Η ταινία ασχολείται, επίσης, με τις καταστροφικές συνέπειες που έχει για τη σύγχρονη οικογένεια το άγχος από τις πολλές ώρες εργασίας. Πρόκειται για ένα φιλμ που σίγουρα ταιριάζει καλά στο κινηματογραφικό σύμπαν του Λόουτς, κοινωνικός ρεαλισμός με δράμα, που συνδέεται με τα εξαιρετικά επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα. 

 

C: Η ταινία αυτή, όπως και το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», λαμβάνει χώρα στο Νιούκασλ. Τι είναι αυτό που σας ελκύει σε αυτήν την πόλη;

Κεν Λόουτς: Είναι μια μικρή πόλη στη Βόρεια Αγγλία που έχει έναν πολύ έντονο χαρακτήρα. Ξεχωρίζει, κατά κάποιον τρόπο, από την υπόλοιπη χώρα και έχει μια ιστορία αγώνων. Στο παρελθόν υπήρχαν ορυχεία και ναυπηγεία, δραστηριότητες, δηλαδή, βιομηχανικές που έχουν πεθάνει και δεν έχουν αντικατασταθεί. Οι άνθρωποι εκεί έχουν αγωνιστεί πραγματικά και, έτσι, γνωρίζουν πολύ καλά αυτήν την ιστορία, αλλά και αυτήν της προηγούμενής μου ταινίας, «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ». Στην πόλη ζουν άνθρωποι ευάλωτοι και η ίδια έχει μια ξεχωριστή φωνή που προκύπτει από την πλειοψηφία των κατοίκων της, οι οποίοι έχουν υπομείνει χρόνια αγώνα για την επιβίωση. Είναι ένας μικρόκοσμος της Βρετανίας, ένας πολύ περιορισμένος τόπος. Επίσης, όταν κατεβαίνεις από το τρένο και ακούς τους ανθρώπους να μιλούν, αρχίζεις να χαμογελάς. Υπάρχει πραγματική ζεστασιά στους ανθρώπους.

 

C: Πώς καταλήξατε σε αυτό το ζήτημα της απασχόλησης, της χωρίς σύμβαση εργασίας;

ΚΛ: Ο συγγραφέας Πολ Λάβερτι, η παραγωγός Ρεμπέκα Ο’Μπράιεν και εγώ συζητήσαμε το θέμα αυτό της εργασίας και το πώς έχει αλλάξει η έννοια της εργασίας από όταν ήμουν νέος - και για πολλά χρόνια μετά. Τότε, σου έλεγαν ότι, αν έχεις μια δεξιότητα και ξέρεις κάποια τέχνη, θα μπορείς να έχεις μια δουλειά για όλη σου τη ζωή και θα μπορέσεις να ζήσεις την οικογένειά σου με αυτόν το μισθό. Υπήρξε μια αλλαγή στις συνθήκες εργασίας και οι άνθρωποι, τώρα, έχουν μεγάλη ανασφάλεια με την χωρίς σύμβαση απασχόληση και την ενοικιαζόμενη εργασία. Έπειτα, υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Ρίκι, ο αυτοαπασχολούμενος· όπου είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος αναλαμβάνει όλο το ρίσκο και αναγκάζεται να γίνει ο ίδιος εκμεταλλευτής του εαυτού του.

 

C: Η ταινία αρχίζει με μαύρη οθόνη. Γιατί;

ΚΛ: Ο λόγος που δεν υπάρχει εικόνα στην αρχή, όταν ο Ρίκι μιλάει για τη δουλειά του, είναι επειδή θέλαμε κάπως να δείξουμε ότι είναι ένα είδος δουλειάς που μπορεί να αφορά πολλούς ανθρώπους. Πολλοί άνθρωποι εργάζονται στην οικοδομή και τη χειρωνακτική εργασία και στόχος μας ήταν να θιγεί το θέμα πιο γενικά, μέχρι να το καταστήσουμε συγκεκριμένο. Νομίζω ότι στο τέλος δεν υπάρχει διαφυγή. Είναι χρεωμένος και δεν υπάρχει διέξοδος. Το σύστημα τον έχει παγιδεύσει.

 

C: Το άγχος που βιώνει ο Ρίκι οδηγεί σε τεράστια προβλήματα στην οικογενειακή του ζωή.

ΚΛ: Καθώς έγραφε και ερευνούσε, ο Πολ μιλούσε για το πώς η δουλειά του Ρίκι θα επηρέαζε τις οικογενειακές του σχέσεις και, στη συνέχεια, σκιαγράφησε τους βασικούς χαρακτήρες. Μετά από αυτό, συζητήσαμε ξανά και τους αναπτύξαμε περαιτέρω.

 

C: Μπορεί μια δυνατή ταινία όπως αυτή να διορθώσει την κατάσταση μέσα στην οποία βρισκόμαστε;

ΚΛ: Νομίζω ότι είμαστε απλώς μία φωνή μέσα σε μια χορωδία. Από τότε που προβλήθηκε το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», που ήταν μια ταινία για τη στήριξη που θα έπρεπε να προσφέρει το κράτος στους ανθρώπους, η κυβέρνηση δεν έδωσε τίποτα και ακόμη είναι το ίδιο σκληρή. Οι τράπεζες τροφίμων αυξήθηκαν κατά 18% μόνο κατά το τελευταίο έτος. Και δεν πρόκειται αυτό να αλλάξει, επειδή δεν μπορούν να το αλλάξουν. Συνεχίζουν, έτσι, να ισχυρίζονται ότι η αδυναμία να εργαστείς και να αυτοσυντηρηθείς είναι έγκλημα. 

 

Cinematek T. 8