Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Ο Γιώργος Γούσης συζητά με τον Στέργιο Πάσχο

Γιώργος Γούσης

Συνέντευξη
Στέργιος Πάσχος

Ο Γιώργος Γούσης συζητάει με τον Στέργιο Πάσχο για τα «Μαγνητικά Πεδία».

 

ΣΠ: Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα ψάχνω να βρω τι μου λείπει από τις ταινίες. Και πολύ συχνά ανακαλύπτω ότι αυτό δεν είναι ούτε το ταλέντο ούτε τα χρήματα ή η ικανότητα, αλλά η πρόθεση. Δηλαδή, η πρόθεση με την οποία κάποιος ξεκινάει να κάνει κάτι.

 

ΓΓ: Και ποια πιστεύεις ότι είναι αυτή; Για τους περισσότερους, τέλος πάντων...
 

ΣΠ: Δεν ξέρω, υπάρχουν πολλές προθέσεις. Απλώς εγώ ως αξία, σιγά-σιγά μεγαλώνοντας, αρχίζω να αναγνωρίζω το να κάνει κανείς μια ταινία που αυτός ο ίδιος θέλει να τη δει. Να την κάνει δηλαδή, καταρχάς, για να τη δει. Κάτι που ξεχωρίζει στην ταινία που φτιάξατε είναι ότι φαίνεται να την κάνατε για να το ευχαριστηθείτε, αρχικά εσείς. Υπό αυτήν την έννοια, ήθελα να σε ρωτήσω για τις προθέσεις σου.
 

ΓΓ: Κάπως στο μυαλό μου -αν θέλουμε να φτιάξουμε δύο κατηγορίες, έτσι πολύ απλουστευτικά- είναι, από τη μια, οι προθέσεις κάποιου που φτιάχνει μια ταινία γιατί θέλει να λέγεται σκηνοθέτης, θέλει να είναι στη θέση αυτού που λέει μια ιστορία, αδιαφορώντας για το αν θα την ακούσει κάποιος. Και από την άλλη, είναι κάποιος που παίρνει ευχαρίστηση από την ευχαρίστηση που εκφράζουν όσοι ακούν τις ιστορίες του και υπάρχει αλληλεπίδραση. Στην πρώτη περίπτωση, τοποθετείς τον εαυτό σου πάνω από την ιστορία και πάνω από τους θεατές και πάνω από όλους τελικά. Και στην πορεία θεωρείς ότι αν κάποιος πρέπει να φτάσει κοντά στον άλλον, αυτός είναι ο θεατής.

 

ΣΠ: Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
 

ΓΓ: Όχι, αλλά εγώ θεωρώ ότι η σχέση πρέπει να είναι πάντα ισότιμη ή, τέλος πάντων, να κάνεις κι εσύ τον κόπο του άλλου. Και όχι να απαιτείς μόνιμα να κάνει τον κόπο το κοινό για σένα. Και αυτό στο λέω γιατί έχει ενδιαφέρον αυτό που λες, αλλά δεν είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι είναι ένδειξη καλής πρόθεσης. Προφανώς κάνεις τις ταινίες που θες να δεις εσύ, θες να κάνεις μια ταινία σαν τις ταινίες που σου αρέσει να βλέπεις, και όχι μια ταινία που ίσως είναι της μόδας αυτήν την εποχή ή θα αρέσει σε ένα κοινό, σε ένα φεστιβάλ κλπ. Αυτό ναι, το ακούω.
 

ΣΠ: Αν κάτσεις να σκεφτείς πόσες αποφάσεις χρειάζονται για να βγει μια σκηνή, από τη γραφή έως και την απόχρωση του χρώματος στη χρωματική επεξεργασία. Τόσες αποφάσεις που πολλές φορές παίρνονται…
 

ΓΓ: Ενστικτωδώς…
 

ΣΠ: Ναι, που εκ των πραγμάτων σε καθοδηγεί ένα ένστικτο. Έτσι, νιώθω ότι αν κανείς κάνει πραγματικά κάτι που θέλει να δει, και δεν ετεροπροσδιορίζεται με κάποιον τρόπο, μάλλον θα μπορεί και να πλοηγηθεί ευκολότερα μέσα σε αυτό το πράγμα.
 

ΓΓ: Ναι. Σκέψου ότι παίρνεις μια απόφαση, γιατί απλώς αισθάνεσαι ότι σου αρέσει, ή αυτό που βλέπεις μπροστά σου συμβαίνει στο σινεμά που σου αρέσει. Αντίθετα, αν το κάνεις επειδή έτσι νομίζεις ότι θα πιάσει κάποιον, ή ότι αυτή η σκηνή είναι πχ. το μαχαίρι στο κόκαλο της πατριαρχίας, αρχίζεις να βάζεις σκέψη και όχι το ένστικτο… Γιατί τελικά με το ένστικτο δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να κάνεις πράγματα επειδή είναι της μόδας.
 

ΣΠ: Εκεί, εγώ νιώθω ότι κανείς θα χαθεί. Ότι δεν έχει ελπίδα να βγει σώος μέσα από αυτό. Ενώ μπορώ να το ακούσω, ότι κάποιος θα διαλέξει ένα θέμα που νιώθει πως είναι καιρός να πει κάτι γι’ αυτό. Μέχρι εκεί το ακούω, αλλά όλο το υπόλοιπο δεν μπορώ να το καταλάβω. Γιατί είναι τόσες πολλές οι αποφάσεις, που πραγματικά θα φας τα μούτρα σου, αν δεν έχεις κριτήριο για το τι εσύ, πραγματικά, αναζητάς.
 

ΓΓ: Σίγουρα θα τα κάνεις κουλουβάχατα. Και ταυτόχρονα είναι και οι άλλοι άνθρωποι, δεν είσαι μόνος σου. Αν οι προθέσεις και οι ιδέες σου δεν ταυτιστούν με τις προθέσεις και τις ιδέες της ομάδας σου, μετά αυτοί απλώς θα εκτελούν, αλλά δεν θα συνεισφέρουν. Θεωρώ ότι γίνεται ένα στείρο πράγμα μετά η κατάσταση.
 

ΣΠ: Αυτό που αναγνωρίζω σίγουρα στην ταινία σου, και που νομίζω ότι είναι αυτό που έκανε καταρχάς τους θεατές να ανταποκριθούν, είναι ότι το νιώθουν αυτό το πράγμα. Η ταινία έχει μια πρόθεση ότι κάποιος την έφτιαξε για να τη δει και να τη ευχαριστηθεί αυτός και αυτό περνάει ως μια αίσθηση. Δηλαδή όταν τελειώνει η ταινία έχει μια αίσθηση ζεστασιάς, γλυκύτητας, άσχετα αν μπορεί κάτι να μη σου αρέσει, οτιδήποτε. Στο σύνολό της είναι μια εμπειρία που νιώθεις ότι σε ανταμείβει όταν τελειώνει, πράγμα σπάνιο. Δεν το βλέπεις συχνά να βγαίνουν οι τίτλοι τέλους και να νιώθεις ωραία, ότι είδα μια ταινία σήμερα και την ευχαριστήθηκα.
 

ΓΓ: Εμείς πάντως, αρχικά, είχαμε ως πρόθεση την κινηματογραφική πράξη. Δηλαδή νιώθαμε τρομερή ανάγκη για αυτό το πανηγύρι, αυτήν την περιπέτεια. Και, επίσης, νιώθω πως είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, γιατί δεν είχαμε καμία πρόθεση, κανένα σχεδιασμό επί του αποτελέσματος. Δηλαδή δεν ξέραμε καν το μήκος της ταινίας, το αν θα βγει εν τέλει μια ταινία. Οπότε, ίσως και επειδή είναι η πρώτη μου ταινία -ήταν και η καραντίνα και όλο αυτό-, νιώθαμε ότι απλώς θέλουμε να φύγουμε από εδώ. Να πάμε καταρχάς να κάνουμε κάτι και βλέπουμε. Μπορεί να υπάρχει μια υποσυνείδητη ανάγκη μέσα σε όλο αυτό. Το βλέπω και μετά, στις επιλογές που κάνουμε, αλλά και στην ίδια την ιστορία. Ότι είναι μια ιστορία για τη συντροφιά, μια ιστορία για τα ταξίδια, μια ιστορία για ανθρώπους που κινούνται. Χωρίς να είναι βέβαια προαποφασισμένο, ότι πάμε να κάνουμε π.χ. μια ταινία «αντι-καραντίνας».
 

ΣΠ: Η ταινία παίζει σε μια λεπτή γραμμή που νομίζεις ότι είναι ένα love story, αλλά δεν είναι τελικά. Ή εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ένα love story όπως το περιμένεις…
 

ΓΓ: Δεν είναι σεξουαλικό…
 

ΣΠ: Ναι, δεν έχει τίποτα καν ερωτικό μέσα. Αυτό ήταν από πρόθεση;
 

ΓΓ: Ναι, αυτό ήταν μια απόφαση που πήραμε από την αρχή. Ότι η σχέση των δυο χαρακτήρων δεν είναι καθόλου ερωτική, σωματικά μιλώντας. Δεν είναι τέτοια η έλξη τους. Ερωτεύονται τη συντροφιά τους, τη δυναμική και αυτό το αλληλο-ξεφόρτωμα των βαρών τους που παράγει η παρέα τους.
 

ΣΠ: Κάτι άλλο είναι αυτό που αποζητάτε, δηλαδή.
 

ΓΓ: Ναι, γιατί όλο ξεκίνησε από μια ιστορία που μου είχε πει η Έλενα. Πως κάποτε -τότε που χόρευε εντατικά σε παραστάσεις-, όταν αποφάσισε ότι θα σταματήσει, το αποφάσισε μέσα σε μια παράσταση. Και απλώς μια μέρα έφυγε. Και μου είπε ότι είχε δει την αντανάκλαση της σε μια βιτρίνα και δεν την είχε αναγνωρίσει. Έτσι αποφάσισε να φύγει. Αυτό ήταν και το έναυσμα για να αρχίσω να σκέφτομαι την ιστορία.
 

ΣΠ: Βρίσκεις και τον εαυτό σου μέσα σε αυτήν την φάση; Ρωτάω γιατί τόσα χρόνια έκανες κόμικς και τώρα μπήκες στον κινηματογράφο. Οπότε αναρωτιέμαι, ήταν κάτι που πάντα είχες στο πίσω μέρος του μυαλού σου και έκανες κόμικς μέχρι να νιώσεις, σε εισαγωγικά, ότι θα μεγαλώσεις για να κάνεις σινεμά; Ή απλώς μια μέρα είπες εγώ θέλω ζωντανούς ανθρώπους και όχι πια τα σχέδιά μου, ας πούμε;
 

ΓΓ: Όχι, δεν έκανα κόμικς για να περάσω στον κινηματογράφο, δεν υπήρχε στο μυαλό μου αυτό. Αλλά τώρα που το λες, έχει μια βάση. Ότι αλλάζω, κάνω μια τρομερή στροφή και δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου που είναι κλεισμένος σε ένα σπίτι, μπροστά από ένα σχεδιαστήριο και ελέγχει τα πάντα.
 

ΣΠ: Ναι, γιατί και προσωπικά έχεις αλλάξει. Δηλαδή, για εμένα που σε ξέρω μια δεκαετία και παραπάνω, νομίζω ότι άκουσα τη φωνή σου πρώτη φορά πολύ πρόσφατα.
 

ΓΓ: Όντως. Σταμάτησα να αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως εσωστρεφή, περιχαρακωμένο ή μαγκωμένο, τέλος πάντων, άνθρωπο.
 

ΣΠ: Άρα -με κίνδυνο να ακουστώ γραφικός-, μπορούμε να πούμε ότι είναι οι δικές σου στάχτες που φεύγουνε στον γκρεμό; Γιατί αν το σκεφτείς, είναι μια ιστορία σαν το φίδι που αλλάζει το δέρμα του. Μια ιστορία μεταμόρφωσης ή ενηλικίωσης…
 

ΓΓ: Πλάκα-πλάκα, σε μια γενικόλογη παρατήρηση-ομπρέλα, αυτοί οι δύο χαρακτήρες θα μπορούσε να είναι και ένας. Γιατί είναι τελείως αντίθετοι. Δηλαδή αν ο ένας είναι ένας άνθρωπος -η Έλενα, ας πούμε- αέρας, που έχει μεγαλώσει μέσα στα μπαλέτα, μέσα στην εκφραστικότητα, στην πίεση, στο ότι είναι καλλιτέχνης και πρέπει να καταφέρει πράγματα. Ο άλλος είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος. Ένας άνθρωπος που δεν έχει κανένα ταλέντο. Δεν προεξέχει τίποτα στη ζωή του, δεν έχει στόχους, δεν έχει μεγάλες ιδέες, δεν περιμένει τίποτα, έχει μια κανονική ζωή σε ένα γραφείο, αλλά όλα αυτά δεν γράφουν αρνητικά μέσα του. Νιώθει χαρά. Και κάπως αισθάνομαι πως ο ένας δίνει στοιχεία που δεν έχει στον άλλον σε αυτό το ταξίδι. Μικρά στοιχεία που χρειάζονται για να ολοκληρωθούν ή να μεταμορφωθούν όπως είπες.
 

ΣΠ: Ένας αντί-εαυτός, ας πούμε.
 

ΓΓ: Ναι. Πιθανόν. Πρέπει να βρούμε και τι συμβολίζει το αμάξι της ταινίας τώρα!
 

ΣΠ: Τί εννοείς τι συμβολίζει; Το αμάξι το λένε Ζωρζ, Γιώργο!
 

ΓΓ: Και είδαμε τι έπαθε στο τέλος (γέλια). Έχει πλάκα, γιατί χθες με ρωτήσανε πως επειδή οι πρώτες ταινίες των σκηνοθετών είναι σχεδόν πάντα αυτοβιογραφικές, αν ισχύει αυτό και για τα «Μαγνητικά». Και τους απάντησα με περίσσεια σιγουριά «καθόλου!».
 

ΣΠ: Εντάξει, σωστό είναι για μένα. Γιατί, όντως, -και γι’ αυτό ξεκίνησα νωρίτερα από την πρόθεση- όταν κανείς πάει για να εκφραστεί, θα μπει ο εαυτός του, θέλει δεν θέλει. Δηλαδή εγώ το βλέπω αυτό πια καθαρά στις ταινίες. Τον βλέπω τον σκηνοθέτη - ακόμη κι αν βλέπω την πονηριά του μόνο.
 

ΓΓ: Ναι. Ή τον ναρκισσισμό του ή δεν ξέρω τι άλλο.
 

ΣΠ: Και νομίζω, εδώ, ότι άλλος ένας λόγος που φαίνεται να κάνει γκελ η ταινία στον κόσμο είναι γιατί, όντως, ανήκει σε μια κατηγορία ταινιών που δεν τις βλέπεις συχνά. Και ίσως αυτό είναι που λείπει αρκετά στις μέρες μας, και πέρα από τον κινηματογράφο. Δηλαδή, εγώ δεν θα την έλεγα τόσο πολύ road movie, αλλά μια ταινία του χαμένου χρόνου.
 

ΓΓ: Του χρόνου που κυλάει χωρίς σκοπό, εννοείς;

 

ΣΠ: Ναι, υπάρχει ένας σκοπός, αλλά είναι ένα πρόσχημα.
 

ΓΓ: Ναι. Στην πραγματικότητα βλέπεις πως αυτό που τους κινητοποιεί είναι το να συνεχίζουν να είναι για λίγο ακόμα παρέα, και τίποτα άλλο. Σαν να έχουν ανάγκη για λίγο να χάσουν τον χρόνο τους. Κάνουν διακοπές, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Έχουν διακοπεί από τον χρόνο.
 

ΣΠ: Περιπλάνηση. Αλλά χωρίς στόχο. Και, όντως, αυτό λειτουργεί. Λειτουργεί, εννοώ, και για τον θεατή, σαν διάλειμμα.
 

ΓΓ: Ναι, πιθανόν.
 

ΣΠ: Και ακούγεται πλήρως αντι-κινηματογραφικό, με έναν τρόπο.
 

ΓΓ: Εντελώς. Είναι μια ταινία για δύο ανθρώπους που δεν κάνουν τίποτα. «Η Αλίκη στις Πόλεις», του Βέντερς, είναι μια τέτοια ταινία, και τη θεωρώ αριστούργημα.
 

ΣΠ: Ναι, ή οι ταινίες του Ρομέρ.
 

ΓΓ: Ναι! Εγώ δεν καταλαβαίνω καν πως το κάνει αυτό ο Ρομέρ. Τον κοιτάω με θαυμασμό. Πώς γίνεται να μιλάνε ακατάπαυστα δύο άνθρωποι μπροστά σε μια κάμερα και να μη σταματάς να θες να τους βλέπεις;
 

ΣΠ: Όντως. Είδα τις προάλλες ξανά την «Καλοκαιρινή Ιστορία». Τι αριστούργημα; Και χωρίς να έχει καμία πρόθεση να είναι αριστούργημα. Εννοώ πως η ταινία φαίνεται τελείως α-φιλόδοξη…
 

ΓΓ: Αυτοί οι χαρακτήρες είναι τόσο πραγματικοί. Με έναν τρόπο, μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σε όλους αυτούς. Αλλά αυτό το πράγμα, το πώς φτιάχνει ένταση με το τίποτα. Και οι προθέσεις του μένουν εσωτερικές και αδιόρατες.
 

ΣΠ: Παρ’ όλα αυτά, ξεκινώντας κανείς να κάνει σινεμά προσπαθεί να γυμνάσει διάφορους μυς. Παλιότερα αυτό συνέβαινε μέσα από μεγάλου μήκους ταινίες. Τα τελευταία χρόνια, για διάφορους λόγους, οι σκηνοθέτες το κάνουν αυτό μέσα από ταινίες μικρού μήκους, όπου συνήθως δοκιμάζουν διάφορες δυνάμεις τους εκεί μέχρι να ανοιχτούν σε μια μεγάλη φόρμα. Υποθέτω ότι εδώ εσύ κάνεις το ανάποδο.
 

ΓΓ: Έτσι φαίνεται από τη φιλμογραφία μου, αλλά νομίζω πως δεν ισχύει. Το έκανα κι εγώ, αλλά το έκανα στα κόμικς. Νομίζω ότι αν δεν μπορούσα να ζωγραφίσω και έκανα ταινίες πολύ νωρίτερα, ίσως να είχα μπει κι εγώ σε αυτήν τη λογική.
 

ΣΠ: Πάντως είναι μια ιστορία ολόκληρη το πώς κάνεις μια ταινία πάνω από 60 λεπτά. Δηλαδή, πώς κρατάς το ενδιαφέρον των θεατών για 60 λεπτά και πώς χτίζεις τον ρυθμό - που είναι ένα άλλο πράγμα και που σίγουρα είναι κάτι που εδώ το δοκιμάζεις. Ας πούμε, ο ρυθμός του μοντάζ είναι διαφορετικός στη μικρού μήκους από τη μεγάλη. Ο χρόνος απλώνεται τελείως διαφορετικά. Οπότε, μετά από αυτό το μεγάλο challenge, τι θα ήθελες να εκγυμνάσεις, ιδανικά στο μέλλον;
 

ΓΓ: Κοίτα, οι δυο ταινίες που έχω κάνει ως τώρα έχουν έντονη αυτή την αίσθηση της ελευθερίας ή, τέλος πάντων, του ότι υπάρχει μια γενικότερη συνθήκη και αρχίζουμε και ψάχνουμε, πειραματιζόμαστε, κάνουμε αυτοσχεδιασμούς κλπ. Προφανώς θα ήθελα να δοκιμάσω ένα σενάριο. Να υπάρχει δηλαδή γραμμένο ένα σενάριο, αλλά να κρατούσα αυτήν την αίσθηση, ότι όλα μπορούν και να αλλάξουν τελικά. Ότι το σενάριο είναι εκεί -να νιώθεις την ασφάλειά του-, αλλά πάλι η πρόθεση της παραγωγής θα ήθελα να είναι με ένα τρόπο ακριβώς ίδια.
 

ΣΠ: Η έρευνα, δηλαδή.
 

ΓΓ: Ακριβώς. Ότι τα πράγματα θα γίνουν, θα φτάσουν, δουλεύοντας σε τρία στάδια. Το πρώτο είναι το σενάριο, εντάξει. Η βασική δουλειά όμως θα γίνει όταν πας στο σετ. Δηλαδή, όταν βρεις τον άνθρωπο που θα παίξει τον χαρακτήρα, το μέρος που θα γίνει η σκηνή, τον ηχολήπτη που θα τραβήξει τον ήχο, το φωτογράφο που θα φωτογραφίσει. Εκεί μπορεί να συμβούν χίλια δυο πράγματα που δεν είχες καν προβλέψει, οργανώσει, φανταστεί. Και, κυρίως, θα ήθελα να συμβούν και όχι να αποφευχθούν. Θα ήθελα να συμβαίνουν προβλήματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα και μετά να πας να μοντάρεις μια ταινία που κάπου τη βρήκες. Σαν να είναι ένα υλικό που κάποιοι σου ανέθεσαν να το μοντάρεις, που δεν είναι δικό σου και δεν έχεις ερωτική επιθυμία απέναντί του ώστε να το κοιτάς με θαυμασμό μόνο. Θες να το ξεψαχνίσεις κι αυτό, να δεις τι σου κρύβει.

 

ΣΠ: Η αλήθεια είναι ότι αν κάτσει κανείς και δει πίσω από τις ταινίες, το πώς φτιάχτηκαν, πιο πολύ βλέπεις ιστορίες ανθρώπων που ψάχνανε να βρουν λύσεις σε προβλήματα, παρά καλοσχεδιασμένα πράγματα τα οποία γίνονταν με ακρίβεια. Αν και, για κάποιον λόγο, έχει μείνει λίγο αυτό, ότι ο σκηνοθέτης είναι αυτός που ξέρει τι θέλει.
 

ΓΓ: Μεγάλη κουβέντα αυτό. Το, ξέρει τι θέλει. Νομίζω ότι είναι μια παρανόηση.
 

ΣΠ: Δηλαδή νιώθω πως η φράση είναι ότι κάποιος ξέρει τι θέλει να βρει και όχι τι θέλει ακριβώς να γίνει. Δηλαδή ξέρει τι ψάχνει, να στο πω έτσι.
 

ΓΓ: Ναι, ναι. Ξέρει τι ψάχνει, ξέρει τον πυρήνα της ιστορίας. Ξέρει ότι μιλάει, ας πούμε, για την απώλεια. Ξέρει ότι μιλάει για την ήττα. Και ψάχνει να το βρει σε κάθε σκηνή σε διαφορετικές εκφάνσεις. Ακόμα κι αν είναι, ξέρω ‘γώ, το σκίσιμο μιας μπλούζας που θα συμβεί χωρίς να το έχει προγραμματίσει. Αν ξέρει τι θέλει ακριβώς, μετά μιλάμε για εκτέλεση. Δηλαδή, είναι σαν το γύρισμα να μην έχει καμία απολύτως ουσία, καμία έκπληξη. Είναι, βέβαια, κι αυτός ένας τρόπος και τον έχουμε δει να λειτουργεί. Απλώς εμένα δεν με διασκεδάζει.
 

ΣΠ: Ναι, ούτε εμένα. Αυτό εννοώ.
 

ΓΓ: Μερικές φορές φαντασιώνομαι ότι θα έπρεπε κάπως όλοι να κάνουνε ένα-δυο ντοκιμαντέρ πριν πάνε στη μυθοπλασία. Γιατί εκεί πραγματικά νιώθεις ανήμπορος ως σκηνοθέτης. Νιώθεις άχρηστος. Εγώ τώρα γιατί είμαι εδώ; Αφού δεν μπορώ να ελέγξω τίποτα, δεν μπορώ να τους καθοδηγήσω, τι ακριβώς παριστάνω; Και μετά κάπως μαθαίνεις ότι αυτές οι δύο επιλογές που έχεις είναι αρκετές: πού θα τραβάει η κάμερα και πότε θα πατήσεις το Rec.
 

ΣΠ: Ναι, και επίσης το ότι είσαι εκεί. Και ότι κάποιος το κάνει αυτό για χάρη σου, με έναν τρόπο.
 

ΓΓ: Αυτό που λες τώρα έχει φοβερό ενδιαφέρον - και όταν πας σε γύρισμα με ηθοποιούς. Δηλαδή, αισθάνομαι ότι πολλοί σκηνοθέτες νομίζουν ότι οι ηθοποιοί είναι ανδρείκελα, ή κάτι τέτοιο. Και στην πραγματικότητα συμβαίνει αυτό που λες, κάποιος να το κάνει για χάρη σου πάλι. Απλώς πρέπει να τον ψήσεις ότι αξίζει τον κόπο να πέσει στη φωτιά για σένα. Και ότι θα είσαι εκεί να τον σώσεις, πριν πέσει.
 

ΣΠ: Ναι, εγώ είδα ότι αν μπω στο σετ με μια συγκεκριμένη ενέργεια και δώσω μια οδηγία με έναν συγκεκριμένο τόνο φωνής, είναι τόσο ανοιχτοί οι ηθοποιοί εκείνη την ώρα που αυτό μπορεί να είναι αρκετό. Και μετά να διορθώσω δυο πραγματάκια, ας πούμε, που φαλτσάρουνε. Όμως, ήδη έχουν πάρει αυτήν την αύρα και την έχουν μεταφέρει μέσα στη σκηνή.
 

ΓΓ: Εγώ αισθάνομαι ότι κάπως πρέπει να καταλάβεις, ότι είναι και δική τους δουλειά. Αν νιώθεις ότι δεν δουλεύει, ότι δεν είναι εκεί, εντάξει, είναι άλλο πράγμα. Αλλά είναι δική τους δουλειά. Δεν μπορείς εσύ να του περάσεις αυτό που έχεις μέσα στο κεφάλι σου. Οφείλεις απλά να το παρατηρήσεις στους άλλους, και να το καθοδηγήσεις. Σαν κάποιος να ζωγραφίζει και να του λες, ξέρεις, κινήσου λίγο προς τα εδώ, λίγο προς τα εκεί, κοίτα λίγο καλύτερα. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι και στη ζωγραφική, το χέρι σου δεν βελτιώνεται ποτέ, το μάτι σου βελτιώνεται. Μαθαίνεις να κοιτάς τα πράγματα καλύτερα, να τα αναλύεις και να τα αποτυπώνεις. Δεν θα βελτιωθεί ο μυς στο χέρι του, ας πούμε, για να ζωγραφίζει καλύτερα.
 

ΣΠ: Ναι, αυτά σε μεγάλο βαθμό είναι αλήθεια. Δηλαδή, όσο πλουτίζεις ως άνθρωπος από εμπειρίες, από διαβάσματα, οτιδήποτε, πλουτίζει και το βλέμμα σου. Κάτι άλλο που ήθελα να σε ρωτήσω τώρα έχει να κάνει με μια πολύ καλή επιλογή στην ταινία σου, το γεγονός ότι στον χώρο βλέπεις ελάχιστους ανθρώπους πέρα από τους πρωταγωνιστές.
 

ΓΓ: Βέβαια, είναι ακόμα μια τέλεια σύμπτωση. Γιατί είναι καραντίνα στην Κεφαλλονιά και, αναγκαστικά, μιλάμε για το απόλυτο τίποτα.
 

ΣΠ: Πάντως είναι μια επιλογή που, ενώ δεν την προσέχει κανείς, νιώθω ότι δίνει πολύ στην ταινία. Γιατί τελικά διαδραματίζεται σε έναν μη-τόπο, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Σαν μια εσωτερική ψυχική κατάσταση, ότι τώρα είμαι σε slow motion γιατί δεν ξέρω που θα πάω, σαν κάτι εξπρεσιονιστικό.
 

ΓΓ: Και όλοι έχουν εξαφανιστεί, ας πούμε.
 

ΣΠ: Ναι, είναι κάτι που δίνει μια ονειρική υφή στην ταινία - χωρίς να το κάνει θέμα. Είναι αυτές οι αποφάσεις που δεν φαίνονται καθόλου, αλλά τελικά παίζουν καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα.
 

ΓΓ: Ναι, έχει πλάκα. Γιατί μας δίνουν ένα credit για αυτό, ενώ μπορεί τελικά να συνέβη και τυχαία.
 

ΣΠ: Τον τίτλο τον είχες όταν ξεκινήσατε;
 

ΓΓ: Για τίτλο είχα βγάλει εγώ μια φράση από ένα βιβλίο του Κερτ Βόνεγκατ, «Στη Φωλιά της Γάτας». Μια φράση που λέει ότι τα παράξενα, τα απρόσμενα ταξίδια είναι θεόσταλτα μαθήματα χορού. Και επειδή είναι και χορεύτρια η Έλενα στην ταινία, μου είχε κολλήσει. Αλλά απομονωμένο είναι πολύ βαρύ, «Θεόσταλτα Μαθήματα Χορού», σε πάει σε άλλα πράγματα. Ώσπου έρχεται μια μέρα που χάνουμε μια ολόκληρη μέρα γυρίσματος, γιατί απομαγνητίστηκε μια κασέτα στην κάμερα που γράφαμε. Και ψάχνοντας να βρούμε ποιες είναι οι αιτίες για να το πάθει αυτό, διαβάσαμε ότι μπορεί να απομαγνητιστεί αν βρεθεί μέσα σε μαγνητικά πεδία, κι εμείς γυρίζαμε τη σκηνή δίπλα σε μεγάλα ραντάρ. Βέβαια, ήταν ανενεργά και μάλλον έφταιγε η υγρασία και οι απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας, αλλά μου είχε κολλήσει αυτή η έννοια του μαγνητικού πεδίου. Και, κλασικά, το γκουγκλάρω και διαβάζω ότι είναι ένας χώρος όπου αντιθέτου φορτίου υλικά έλκονται. Τότε σκέφτηκα ότι οι δύο πρωταγωνιστές είναι αντίθετοι, κουβαλάνε από ένα φορτίο ο καθένας, ένα αδιόρατο και ένα ορατό. Η ταινία ή το νησί, τέλος πάντων, είναι αυτός ο χώρος που αυτοί οι δύο κάπως έλκονται και θέλουν να είναι μαζί και μέχρι το τέλος συνεχίζουν όσο μπορούν μαζί. Την άλλη μέρα ρώτησα τους υπόλοιπους, πώς θα τους φαινόταν για τίτλος το «Μαγνητικά Πεδία» και, μου είπαν, ωραίο, και το κρατήσαμε.
 

ΣΠ: Το αμάξι ξέρατε ότι θα το διαλύσετε πριν πάτε;
 

ΓΓ: Ναι, ναι. Για καιρό λέγαμε ότι η πιο εύκολη λύση, αν δεν βρούμε γκρεμό, είναι την ώρα που αποχαιρετιούνται στο λιμάνι απλώς, ξέρεις, να κλείσουν μια πόρτα απότομα ή να κάτσουν λίγο αγκαλιά στο αυτοκίνητο, αυτό να κυλήσει και μπλουπ - να πέσει μέσα στο λιμάνι. Αλλά, κάποια στιγμή, ήρθε ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, που ήταν διευθυντής παραγωγής, και μου λέει ότι έχει βρει το μέρος. Και του λέω, και πώς θα πάρουμε άδεια να πετάξουμε το αμάξι; Μου λέει, ρώτησα αυτόν που του ανήκει το βουνό, και αυτός μου είπε, «Ευχαρίστως, να πετάξετε ό,τι θέλετε. Αρκεί να με φωνάξετε να το δω να πέφτει.»
 

ΣΠ: Πολύ ωραίο, πολύ μεγάλη τύχη. Γιατί δεν θα ήταν το ίδιο αν έπεφτε στο λιμάνι.
 

ΓΓ: Καμία σχέση, ναι, ναι.
 

ΣΠ: Γιατί όντως το ταξίδι τελειώνει όταν χαθεί το αμάξι. Γιατί ζούμε μια μεταμόρφωση, και κάτι πρέπει να σε σπρώξει για να βγεις. Αν αυτό το αμάξι δεν έπεφτε, δεν θα γινόταν τίποτα.
 

ΓΓ: Και η τεράστια κωλοφαρδία ήταν αυτό το δέντρο που σταματάει το αυτοκίνητο. Έχουμε επιλέξει αυτήν την πλαγιά επειδή είναι ατελείωτη. Αυτό που είδαμε στην ταινία είναι η μισή πλαγιά. Έχει άλλο τόσο και άλλο τόσο. Και εγώ θεωρούσα ότι δεν θα σταματήσει πουθενά αυτό το αυτοκίνητο. Ξέρεις, θα είναι ένα ατέρμονο πέσιμο και το είχα φαντασιωθεί κιόλας έτσι. Μου άρεσε. Και επειδή εγώ είμαι αυτός που το σπρώχνει το αυτοκίνητο, δεν μπορώ να μπω μέσα στη λήψη, ούτε έχω μόνιτορ. Ξέρω ότι θα το σπρώξω μέχρι ένα σημείο και μετά θα μείνω πίσω. Και όταν το βλέπω να εξαφανίζεται και ακούω έναν τρομερό πάταγο, που τον θυμάμαι σαν κάτι που βλέπεις στον ύπνο σου. Κάνω νόημα στον Δημήτρη (Μανουσιάκης) που είναι πίσω από τη μία κάμερα εκεί κοντά στον γκρεμό και βλέπει -γιατί ο Γιώργος (διευθυντής φωτογραφίας) έχει φύγει πάρα πολύ μακριά στο απέναντι βουνό για να τραβήξει το μακρινό πλάνο-, και μου κάνει νοήματα ότι όλα πάνε καλά και παίρνει τούμπες. Κάποια στιγμή σταματάει, όμως, και θεωρώ κάπως στο μυαλό μου ότι είναι αρκετά σύντομα, ας πούμε. Και με το που λέμε, εντάξει, το έχουμε, πάω στην άκρη του γκρεμού και βλέπω ότι έχει σταματήσει -στο οπτικό μου πεδίο φαινόταν κοντά- σε ένα δέντρο. Βασικά στο ένα και μοναδικό κωλόδεντρο που είχε όλη αυτή η πλαγιά. Και είμαι τύπου ρε μαλάκα, τώρα τι στον πούτσο έγινε; Κράτησε αρκετά η λήψη για να το χορτάσουμε ή όχι; Τι έχει γράψει; Δεν ξέρω. Και μέχρι να έρθει ο Κουτσαλιάρης από απέναντι είχα ξενερώσει. Και αυτός έρχεται τρομερά ενθουσιασμένος και δεν καταλαβαίνω γιατί. Το έχω εδώ, το είδα μου λέει, έχει αρκετό χρόνο και μάλιστα σταματάει και στο δέντρο, είναι τέλεια η λήψη. Του λέω σίγουρα ρε;
 

ΣΠ: Κάθεται πολύ καλά.
 

ΓΓ: Μου λέει, χωρίς το δέντρο δεν θα σταμάταγε πουθενά, δεν θα είχα που να τελειώσω τη λήψη. Είναι χαζό τώρα αυτό που θα πω, αλλά, τέλος πάντων, νομίζω ότι έχω αρχίσει να πιστεύω στις ενέργειες (γελια). Εννοώ ότι νιώθεις πως όταν υπάρχει μια καλή διάθεση και μια καλή έτσι αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους, κάτι αρχίζει να πηγαίνει καλά. Και το κατάλαβα όταν πήγε χάλια, όταν κάτι πήγε πολύ χάλια. Την ημέρα που χάσαμε το υλικό, ας πούμε. Όταν δεν έγραψε τίποτα η κασέτα.
 

ΣΠ: Δηλαδή;
 

ΓΓ: Πέφτει μια νεκρική σιωπή, όταν βάζουμε την κασέτα μέσα και βλέπουμε ότι έχει ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα και μετά είναι όλη η ταινία μπλε. Έδειχνε μόνο ένα παγωμένο μπλε του θανάτου. Όλη η κασέτα, 48 λεπτά, είναι μπλε. Και πέφτει μια νεκρική σιωπή, γιατί κανείς δεν φταίει. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει, και δεν λέει κανείς τίποτα. Ξέρεις, εγώ απλά τραβάω τα μαλλιά μου. Και τραβάω τα μαλλιά μου, γιατί δεν ξέρω τι να τους πω. Πως θα τους πείσω να το ξανακάνουμε… Η σκηνή ήταν σε ένα location με άπειρο κρύο.
 

ΣΠ: Τι ήτανε αυτό που χάσατε;

 

ΓΓ: Είναι η σεκάνς στα ραντάρ. Όλη η μέρα αυτή. Η Έλενα κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε, δεν μπορώ άλλο, θα πεθάνω από το κρύο. Και φεύγουμε, και είναι η πρώτη μέρα που γυρίζουμε νωρίς στο ξενοδοχείο. Γυρίζουμε και είμαστε ευτυχισμένοι, ότι θα κάνουμε το μπάνιο μας, θα φάμε, θα δούμε υλικό κλπ. Και με το που βάζουμε το υλικό, δεν έχει γράψει τίποτα. Και το πρώτο είναι το σοκ, οκέι. Το δεύτερο είναι ότι χάνουμε τη μέρα και πώς θα την ξανακάνουμε. Και το τρίτο και χειρότερο ότι τώρα δεν εμπιστευόμαστε την κάμερα. Οι επόμενες μέρες τι θα γίνουνε; Το αμάξι πώς θα το πετάξουμε, ας πούμε; Αν δεν γράψει; Θυμάμαι τότε τον Δημήτρη να λέει, καταρχάς θα ξαναπάμε, εγώ ξαναπάω και σηκώνει το χέρι του. Η Έλενα λέει, τώρα που ξέρω το κρύο θα το παλέψω, πιο πολύ κρύωνα επειδή δεν ήξερα! Και αρχίζω και νιώθω ότι είναι πέντε άνθρωποι σαν οικογένεια που σου λένε, όχι, μην ξενερώνεις. Και μετά, ο Γιώργος (Κουτσαλιάρης) λέει το μαγικό, ότι, στην τελική, για αυτό δεν ήρθαμε εδώ πέρα; Προβλήματα δεν κυνηγάμε; Αφού ήρθαμε σαν μαλάκες επτά άνθρωποι με ελάχιστα λεφτά να κάνουμε μια ταινία, προφανώς θα είχαμε χιλιάδες προβλήματα. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε το μεγαλύτερο.

 

ΣΠ: Και πώς εμπιστευτήκατε την κάμερα;

 

ΓΓ: Δεν την εμπιστευτήκαμε! (γελια) Για καλή μας τύχη, είχα δανειστεί από έναν φίλο ένα μικρό deck, ένα μηχάνημα, σαν Gameboy έμοιαζε, που βάζεις μέσα κασέτες και τις παίζει σε μια μικρή οθόνη. Βλέπαμε όλη την ταινία εκεί. Και ο Γιώργος κάνει το εξής, αρχίζει να βάζει μια κασέτα μέσα στην κάμερα -κάθε μέρα τώρα αυτό, σε κάθε σκηνή-, τραβάει ένα-δύο λεπτά, την ξαναβάζει στο deck, βλέπει ότι γράφει η κασέτα αυτή, δεν λαγκάρει, την ξαναγυρίζει πίσω, ξαναγράφει άλλα δύο-τρία λεπτά, και πάμε τη σκηνή. Αφού πάμε τη σκηνή, πάει το τσεκάρει και βλέπει ότι έγραψε και αποθηκεύουμε την κασέτα. Οπότε καίμε κασέτες. Με δέκα λεπτά, πέντε λεπτά η σκηνή, αποθηκεύουμε την κασέτα για να μην τη ρισκάρουμε άλλο. Στέλνω και σε έναν φίλο από την Αθήνα ότι στείλε μας κι άλλες κασέτες, γιατί θα ξεμείνουμε. Αναρωτιόμασταν, υπάρχουν άλλες κασέτες; Γάμησέ τα.
 

ΣΠ: Οπότε ήταν σαν να τραβάγατε φιλμ.
 

ΓΓ: Ναι. Και αυτό καταλήγει στην τελευταία μέρα και σε αυτό το γύρισμα που θα καταστρέψουμε το αυτοκίνητο. Αφού έχουμε τελειώσει και λέμε οκέι, ο Κουτσαλιάρης λέει, «όχι οκέι ακόμα, πρέπει πρώτα να τσεκάρω την κασέτα». Και πάει στο αμάξι μόνος του και βλέπει ότι στη μία από τις δύο λήψεις υπάρχουν γραμμές -τεράστιες ροζ γραμμές πάνω στη λήψη- και πριν πάθει εγκεφαλικό, βλέπει ότι εξαφανίζονται από μόνες τους, ως δια μαγείας, τρία δευτερόλεπτα πριν μπει το αμάξι μέσα στο κάδρο μας. Πριν πούμε το «πάμε». Αλλά αυτό που θέλω να σου πω, είναι ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που νιώθεις την ομάδα. Και τελικά, αυτό είναι κομμάτι της πρόθεσης, η ομάδα που θα στήσεις για να πας να τραβήξεις μια ταινία. Θεωρώ ότι αυτές οι προσωπικότητες καθορίζουνε εν τέλει και την ταινία.
 

ΣΠ: Συμφωνώ. Και εγώ θεωρώ ότι μπαίνουνε μέσα όλοι, ακόμα κι ένας παρκαδόρος που θα περάσει για λίγο απ’ το σετ. Και αν είναι ο άλλος μαλάκας, την ώρα που θα έρθει και θα σου πει τη μαλακία του, κάτι θα κλέψει από αυτό που γίνεται, ας πούμε. Κάτι θα κλέψει από τη λήψη, από τη σκηνή, από τη διάθεσή σου που θα χαλάσει και δεν το ελέγχεις κιόλας. Και μπορεί να μην το δείξεις, αλλά μέσα σου μπορεί να έχεις σπαστεί φρικτά.

 

ΓΓ: Εγώ θα αισθανόμουν εφιαλτικά και να βλέπω, ξέρεις, ψεύτικες αντιδράσεις. Να ρωτάς τον ηλεκτρολόγο πώς σου φάνηκε η σκηνή και να σου λέει, ξέρεις, αρλούμπες, τυπικά λόγια.
 

ΣΠ: Ναι, αυτό είναι πάλι ένα πολύ μεγάλο κριτήριο. Δεν πιστεύω ότι, πάντα, όταν στο συνεργείο αρέσει αυτό που γίνεται, η ταινία είναι καλή. Αλλά πιστεύω ότι, σίγουρα, αν δεν του αρέσει…
 

ΓΓ: …δεν είναι καλή.

 

ΣΠ: Ακριβώς.