Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης & Χρήστος Βαρβαντάκης
Συνέντευξη
Τάσος Στεργίου
C: Να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι είναι η εθνογραφία;
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης: Η εθνογραφία είναι μια μέθοδος συστηματικής έρευνας, ένας τρόπος μελέτης ατόμων και κοινοτήτων μέσα από πολιτισμικά φαινόμενα. Βασίζεται στην επιτόπια έρευνα, σε ικανή χρονική διάρκεια. Ο ερευνητής αντιμετωπίζει την πολιτισμική ενότητα που μελετά στο σύνολό της και ακολουθεί την οπτική που έχουν τα ίδια τα υποκείμενα για τον εαυτό τους, τον τρόπο που συγκροτούν και εκφράζουν την ταυτότητά τους και επιτελούν τις επιμέρους λειτουργίες τους. Ως μεθοδολογική προσέγγιση των κοινωνικών επιστημών, η εθνογραφία στηρίζεται στη συλλογή εμπειρικών δεδομένων τα οποία ερμηνεύονται είτε μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο που έχει τεθεί εξαρχής είτε αναπτύσσοντας και συνδιαμορφώνοντας τελικά το υφιστάμενο θεωρητικό πλαίσιο.
C: Τι είναι το εθνογραφικό φιλμ, λοιπόν;
ΚΑ: Η ερώτηση αυτή τίθεται συχνά και συνδέεται με την προηγούμενη στο κομμάτι της μεθοδολογίας. Αλλά η συζήτηση περιπλέκεται από τη στιγμή που ο όρος ακουμπάει την τέχνη. Είναι ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος; Έχει έναν συγκεκριμένο ορισμό; Για μεγάλο διάστημα ο εθνογραφικός κινηματογράφος είχε συνδεθεί με ταινίες για «εξωτικές φυλές σε μακρινές κοινωνίες». Πολλές φορές αυτό ήταν το κριτήριο που τον καθόριζε. Όμως ο κόσμος και τα πεδία ενδιαφέροντος της κοινωνικής ανθρωπολογίας αλλάζουν, επαναπροσδιορίζοντας αντίστοιχα την ταυτότητα του εθνογραφικού σινεμά. Ανέκαθεν ο εθνογραφικός κινηματογράφος υπήρξε μια ιδιαίτερη προσέγγιση του ντοκιμαντέρ, αλλά το στοιχείο που τον διακρίνει είναι πρώτα απ’ όλα η ίδια η θεματική και η προσέγγιση του/της δημιουργού και, κατά δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η παραγωγή: η παρουσία ενός κοινωνικού επιστήμονα είναι σχεδόν κανόνας, η διάρκεια των γυρισμάτων είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού ο/η δημιουργός περνάει πολύ χρόνο στο πεδίο, και, τέλος, η κύρια χρηματοδότηση έρχεται συνήθως από το ακαδημαϊκό περιβάλλον (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, εξειδικευμένα φεστιβάλ κ.ο.κ.).
Χρήστος Βαρβαντάκης: Σαν ένα ιδίωμα μέσα στο σύμπαν του «Κινηματογράφου της Αλήθειας», το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (χωρίς όμως, ασφαλώς, να διεκδικεί την αποκλειστικότητα αυτών, ούτε να μπορεί απόλυτα να προσδιοριστεί με μόνο γνώμονα αυτά), που, κατά τη γνώμη μας, έχουν να κάνουν με τον «χρόνο», με την «ηθική» και με την «οικειότητα». Πέρα από αυτά τα χαρακτηριστικά, μπορούμε να μιλήσουμε και για το ζητούμενο της ειλικρίνειας στο βλέμμα και στην κινηματογράφηση. Η έννοια της «ειλικρίνειας» είναι κεντρικό θέμα των τελευταίων δεκαετιών στον εθνογραφικό κινηματογράφο. Έχει μετατοπίσει τη θεωρητική συζήτηση από τον (λιγότερο ή περισσότερο αδιέξοδο) προβληματισμό για το πώς μπορούμε αντικειμενικά να αναπαριστούμε την πραγματικότητα στον διάλογο για το πώς αναπαριστούμε με ειλικρίνεια, αναστοχασμό και σεβασμό τις βιωμένες πραγματικότητες των συνομιλητών μας.
C: Τι θεωρείτε πως χάνει και κερδίζει σε σχέση με τη γραπτή εθνογραφία;
ΧΒ: O ανθρωπολόγος David MacDougall υποστηρίζει ότι υπάρχουν εκφάνσεις του πολιτισμού, όπως, για παράδειγμα, αυτές που σχετίζονται με το σώμα ή τις αισθήσεις, για τις οποίες ο γραπτός λόγος ίσως δεν είναι το πιο κατάλληλο εργαλείο προσέγγισης. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πολλά που μπορούν να ειπωθούν για ορισμένα ζητήματα ίσως να είναι καλύτερα να ειπωθούν μέσω οπτικών μέσων». Όπως και ο ίδιος, θεωρούμε ότι η ανθρωπολογία, όπως και άλλα επιστημονικά πεδία, χρησιμοποιούσε και ανέλυε στο παρελθόν λανθασμένα τη σχέση γραπτού κειμένου και εικόνας.
ΚΑ: Επομένως, η εικόνα και ο γραπτός λόγος, ενώ αποτελούν διακριτά συστήματα έκφρασης και επικοινωνίας, δεν έχουν μια a priori ανταγωνιστική σχέση, όπως συχνά υποστηρίχθηκε στο παρελθόν. Οι αρχές της εικόνας διαφέρουν από εκείνες του γραπτού λόγου και απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική σύγκριση και ιεράρχησή τους που ενίοτε γίνεται.
ΧΒ: Η σύγκριση, πάντως, με τη γραπτή εθνογραφία είναι μια από τις παλαιότερες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του κλάδου της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Η ανθρωπολόγος Margaret Mead σημείωνε χαρακτηριστικά ότι έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσα πολλά εναντίον των οπτικοακουστικών μέσων και της χρήσης τους, με αποτέλεσμα οι εναντιώσεις να είναι περισσότερες από τις ίδιες τις προσπάθειες. Η κατάσταση αυτή έχει ξεκάθαρα αντιστραφεί τα τελευταία χρόνια.
C: Ποια θεωρείτε ως εθνογραφικά φιλμ-τομή και γιατί θα τα χαρακτηρίζατε έτσι;
ΚΑ: Αυτή είναι μια ερώτηση που μπορεί να γίνει άνετα μία μικρή διατριβή. Πάντα εξαρτάται ποιο είναι το σημαντικό στοιχείο που θέλουμε να αναδείξουμε ως τομή. Για παράδειγμα, είναι η πιο σημαντική τομή η ταινία που κατάφερε πρώτη να κατανοήσει τα μεθοδολογικά εργαλεία και τις βασικές μεθόδους της κοινωνικής ανθρωπολογίας, όπως είναι η επιτόπια έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση και η προσέγγιση «από τη σκοπιά του ιθαγενούς» («from the native point of view»); Τότε οφείλουμε να αναφέρουμε αυτή που έχει ταυτιστεί με το ξεκίνημα τόσο του εθνογραφικού κινηματογράφου όσο και του ίδιου του ντοκιμαντέρ και δεν είναι άλλη από την ταινία «Ο Νανούκ του Βορρά» του Robert Flaherty.
ΧΒ: Αν, όμως, θεωρήσουμε ως πιο σημαντική τομή την προσπάθεια να αλλάξει όχι μόνο ο τρόπος προσέγγισης του εθνογραφικού κινηματογράφου, αλλά συγχρόνως τα όρια όπου μπορεί να φτάσει, ξεπερνώντας και προκαλώντας ακόμα και την ίδια του την ταυτότητα, τότε δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το αριστουργηματικό «Forest of Bliss» του Ρομπερτ Γκάρντνερ. Μια ταινία που, όταν κάποιος την παρακολουθήσει για πρώτη φορά, πιθανότατα θα συναντήσει κάτι που έχει περιγραφεί ως μια έκπληξη για τις αισθήσεις και τον νου. Η ταινία αυτή, που απεικονίζει μια μέρα στη ζωή της πόλης Varanasi, με επίκεντρο στην ιεροτελεστία και τη θρησκεία σε μεγάλο βαθμό, παρέχει μια συναισθητική εμπειρία θέασης, που αποτελείται από πλάνα και ήχους της πόλης - αλλά δίχως διαλόγους, σχολιασμό ή αφήγηση κάποιου είδους. Καμία άλλη ταινία στον σύγχρονο ανθρωπολογικό κόσμο δεν έχει δημιουργήσει την ίδια απήχηση και συζήτηση όσο το «Forest of Bliss». Η ανταπόκριση της εποχής ήταν τεράστια - η ακαδημαϊκή συζήτηση έχει ευρέως αναζωογονήσει τον τομέα της οπτικής ανθρωπολογίας και η ίδια η ταινία είναι ουσιαστικά μια αλλαγή παραδείγματος στον εθνογραφικό κινηματογράφο και έχει εμπνεύσει πολλούς σκηνοθέτες, η δουλειά των οποίων διατρέχει διάφορα είδη και τομείς.
C: Πού βρίσκεται το εθνογραφικό φιλμ σήμερα;
ΧΒ: Αυτό είναι επίσης ένα δύσκολο ερώτημα. Ποια είναι η σύγχρονη μορφή του εθνογραφικού κινηματογράφου; Τι έχει αλλάξει σήμερα; Τι ρόλο διαδραματίζουν τα φεστιβάλ ή τα ακαδημαϊκά προγράμματα και εκπαιδευτικά σεμινάρια στη διάδοση αλλά και στη διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση των χαρακτηριστικών του;
ΚΑ: Μια μεγάλη αλλαγή που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι γεωγραφική. Ενώ μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εθνογραφικών ταινιών προερχόταν κυρίως από χώρες στις οποίες η ανθρωπολογία είχε παράδοση, όπως η Αγγλία, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε αυξανόμενη παραγωγή εθνογραφικών ταινιών διεθνώς. Σημαντικά παραδείγματα είναι η Ρωσία και η Ιταλία, από όπου έχουμε πρόσφατα δει εκπληκτικές ταινίες.
ΧΒ: Ακόμα μία σημαντική αλλαγή είναι ίσως η εμφάνιση του JAF (Journal of Anthropological Films), το οποίο ιδρύθηκε από τη Nordic Anthropological Film Association (NAFA) και αποτελεί το πρώτο επιστημονικό περιοδικό που αναλύει, αξιολογεί και δημοσιεύει ανθρωπολογικές ταινίες και έχει ήδη κερδίσει μια ιδιαίτερη θέση στην προώθηση και θεώρηση του εθνογραφικού κινηματογράφου ως ακαδημαϊκής εργασίας. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για ένα είδος το οποίο βρίσκεται με το ένα πόδι στην επιστημονική έρευνα και το με το άλλο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η μέχρι πρόσφατα έλλειψη ουσιαστικής ακαδημαϊκής αναγνώρισης για το φιλμ αποτελούσε για πάρα πολλούς δημιουργούς αποτρεπτικό παράγοντα για να δημιουργήσουν κινηματογραφικές ανθρωπολογίες - αυτό όμως φαίνεται να αλλάζει με πρωτοβουλίες σαν το JAF και στην αλλαγή αυτή προσπαθούμε κι εμείς να συνεισφέρουμε όσο μπορούμε. Το JAF μοιράζεται πολλά κοινά με τη δική μας προσπάθεια σε σχέση με τις πρωτοβουλίες που διαδίδουν τον ανθρωπολογικό κινηματογράφο και υποστηρίζουν την επιστημονική του αξία και γι’ αυτό αποτέλεσε μεγάλη μας χαρά και τιμή η πρόσφατη συνεργασία μας στη δημιουργία του πρώτου ειδικού τεύχους με αφορμή την ειδική θεματική ενότητα «Κρίσιμες Συναντήσεις: Η Ευρωπαϊκή Προσφυγική Κρίση» του περσινού 9ου Φεστιβάλ (βλέπε Varvantakis, C., Rozakou, K., Anastasiadi, I., Karathanasis, P., & Aivaliotis, K. 2019).
ΧΒ: Με σιγουριά, λοιπόν, λέμε ότι ο εθνογραφικός κινηματογράφος βρίσκεται σε άνθηση, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ποσοτική αύξηση στην παραγωγή ταινιών, αλλά και σε ό,τι αφορά τον πειραματισμό με τις καθιερωμένες επιστημολογικές, αισθητικές και αφηγηματικές φόρμες. Οι λόγοι πίσω από την άνθηση αυτή έχουν να κάνουν, αφενός, με εξελίξεις στις τεχνολογίες της κινηματογράφησης και του μοντάζ, αφετέρου, όμως, αποτελούν μέρος μιας μακράς διαδικασίας αναστοχασμού στις κοινωνικές επιστήμες, σχετικά με τα είδη της γνώσης, της παραγωγής και της επικοινωνίας της. Ο εθνογραφικός κινηματογράφος διεκδικεί τη θέση του στον χώρο του κινηματογράφου του πραγματικού ως ένα μέσο ικανό να καταγράφει, να αναλύει και να επικοινωνεί με τρόπο μοναδικό τη γνώση για τον ανθρώπινο πολιτισμό.
C: Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ; Υπάρχουν ξεκάθαρα όρια, τη στιγμή που υπάρχει σκηνοθέτης;
ΧΒ: Όχι, τα όρια δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ξεκάθαρα - χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για διαφορετικές προσεγγίσεις, στόχους, κοινό κ.λπ. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις για το πώς θα διαλέξει μια δημιουργός να κάνει κινηματογράφο αποτελούν δύο άκρα, ας πούμε, ή δύο πόλους που ορίζουν τον κινηματογράφο ώστε οι ταινίες να τοποθετούνται στη μία ή στην άλλη πλευρά. Στην πραγματικότητα, έχουμε δει αμέτρητα παραδείγματα καταπληκτικού κινηματογράφου στον οποίο τα όρια δεν είναι ευδιάκριτα και διαφορετικές φόρμες και προσεγγίσεις συνυπάρχουν ιδιαίτερα δημιουργικά.
Στην ιστορία του εθνογραφικού κινηματογράφου υπάρχει ένα πολύ σημαντικό τέτοιο παράδειγμα: η περίπτωση του Jean Rouch. Ο Rouch έχει κάνει μια σειρά ταινιών μυθοπλαστικού χαρακτήρα συνεργατικά με τους συνομιλητές του, προκειμένου να μπορέσει να δημιουργήσει τον χώρο για να πουν και να δείξουν οι ίδιοι τις ιστορίες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής αυτής είναι το «Moi, un Noir». Και, όπως διαπιστώνουμε παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον εθνογραφικό κινηματογράφο την τελευταία δεκαετία, τέτοιες πρακτικές συνεχίζουν διαχρονικά να εμπνέουν νέες δημιουργούς, οι οποίες, πειραματιζόμενες με ακριβώς αυτά τα «όρια» και τους δύσκαμπτους προσδιορισμούς, έχουν παραγάγει εξαιρετικό κινηματογράφο. Δύο πρόσφατα παραδείγματα που έρχονται στο μυαλό είναι η ταινία «Era Domani» της Alexandra D’Onofrio, από το περσινό μας πρόγραμμα, και το «Broken Skin» της Lidija Burcak, από το φετινό. Τελικά, νομίζω ότι δεν είναι πολύ δημιουργικό να σκεφτόμαστε το όριο ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ ως μια γραμμή που χωρίζει, αλλά ως έναν χώρο στον οποίο κανείς μπορεί να κινηθεί, να περιηγηθεί, να πειραματιστεί.
C: Πότε ξεκίνησε το Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου; Πρέπει να προκάλεσε αμηχανία, τουλάχιστον στο ξεκίνημα...
ΚΑ: Το Διεθνές Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας ξεκίνησε το 2010 και προκάλεσε αμηχανία, αλλά όχι τόσο μεγάλη. Επισκέπτες περίμεναν να δουν μόνο ταινίες με «εξωτικές φυλές» και όχι ταινίες που δεν τις αναγνώριζαν ως εθνογραφικές. Αλλά νιώθαμε σίγουροι για τις επιλογές μας. Επιβεβαιώθηκε ο στόχος μας που ήταν να ανοίξουμε έναν διάλογο για τη θέση και τις δυνατότητες του ιδιαίτερου αυτού είδους, τη σχέση ανθρωπολογίας και εικόνας, αλλά και του επίσης άγνωστου κλάδου της Οπτικής Ανθρωπολογίας.
ΧΒ: Για την Ιστορία, να αναφέρουμε ότι η ουσιαστική αρχή του φεστιβάλ πάει λίγο πιο πίσω, το 2008, όταν, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πλατφόρμα Βίντεο, οργανώσαμε για πρώτη φορά ένα ειδικό αφιέρωμα σε Φοιτητικές Εθνογραφικές Ταινίες. Αυτή αποτέλεσε την πρώτη μας επαφή με το κοινό και η γενναιοδωρία των διοργανωτών αλλά και η εμπιστοσύνη σε μια ιδέα κάπως «άγνωστη» είναι κάτι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
⊡