
ΕΥΑ ΣΤΕΦΑΝΗ
Συνέντευξη
Ασπασία Λυκουργιώτη
Α.Λ.: Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ με τη Δήμητρα Κ. και πώς τη βρήκατε;
Ε.Σ.: Γνωρίστηκα με τη Δήμητρα μέσω μιας κοινής φίλης, της Σοφίας Μιχαηλίδου. Ήθελα από παλιά να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τα παλιά μπορντέλα της Αθήνας. Γοητεύτηκα από την προσωπικότητα της Δήμητρας και τελικά αποφάσισα να κάνω μια ταινία για αυτήν.
Α.Λ.: Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το πιο σημαντικό πολιτικό ζήτημα σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας των ανθρώπων που εργάζονται στον τομέα του σεξ το οποίο θίγει αυτό το ντοκιμαντέρ;
Ε.Σ.: Το ντοκιμαντέρ, κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον αυτά που προσπαθώ να κάνω εγώ, δεν έχουν σκοπό να θίξουν ζητήματα, γιατί τότε θα ήταν εικονογραφημένες διαλέξεις ή θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι άρθρα σε μια εφημερίδα. Προσπαθώ μέσα από την γνωριμία χρόνων με έναν ή πολλούς ανθρώπους να δημιουργήσω ερωτήματα και να δυναμιτίσω στερεότυπα και κυρίαρχες αντιλήψεις που έχουμε όλοι για τον εαυτό και τον άλλον. Για παράδειγμα, όταν ξεκίνησα να κάνω το ντοκιμαντέρ, πίστευα ότι όλα τα άτομα που εργάζονται στο σεξ είναι θύματα εκμετάλλευσης. Συνειδητοποίησα ότι μεγάλο ποσοστό είναι, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Υπάρχει περίπτωση
να επιλέξει να κάνει κάποιος/κάποια/ κάποι@ την εργασία στο σεξ, όπως, π.χ., η Δήμητρα. Το πιο σημαντικό ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, που αφορά την εργασία στο σεξ αυτήν τη στιγμή είναι ο
αναχρονιστικός νόμος περί «πορνείας», ο οποίος επιτρέπει «λοξά» το τράφικινγκ και τη διαπλοκή με την Αστυνομία, ενώ δεν προστατεύει τους εργαζομένους. Ελπίζω το ντοκιμαντέρ να δίνει τροφή για σκέψη και σε αυτό το επίπεδο.
Α.Λ.: Το ότι η Δήμητρα αγαπάει τη δουλειά της είναι κάτι που, πιστεύετε, ανατρέπει το κυρίαρχο αφήγημα για τη σεξ-εργασία; Μπορεί μια τέτοια αντίληψη να κάνει μια ανώριμη κοινωνία να νιώσει «απειλή»;
Ε.Σ.: Μακάρι η κοινωνία μας να νιώσει απειλή από κάτι! Αλλά νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση γενικευμένης ύπνωσης, όπως και στον ίδιο τον κινηματογράφο, ο οποίος χαϊδεύει τα αυτιά και τα μάτια των θεατών. Πού είναι ο επικίνδυνος σουρεαλιστικός κινηματογράφος του Μπουνουέλ, που επιθυμούσε η ταινία να ανατινάζει τις ψυχές και τον νου των θεατών; Σίγουρα το ότι η Δήμητρα επέλεξε τη δουλειά της και την υποστηρίζει δεν αποτελεί το κυρίαρχο αφήγημα περί «πορνείας». Αλλά στην Ευρώπη και διεθνώς, και κυρίως στο πλαίσιο μεταφεμινιστικών συζητήσεων
για το φύλο και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, το ζήτημα της εργασίας στο σεξ έχει τεθεί σε μια πιο σύνθετη διαλεκτική, που ξεπερνά το θέμα της εκμετάλλευσης.
Α.Λ.: Τι πιστεύετε ότι προσδιορίζει το είδος των ερωτικών σχέσεων που επιλέγει να έχει κανείς; Το ψυχολογικό, το ιδεολογικό-κοινωνικό, το οικονομικό του υπόβαθρο;
Ε.Σ.: Όλα αυτά και πολλά ακόμα. Εδώ μπαίνουμε στον κόσμο του ανεξιχνίαστου.
Α.Λ.: Επιλέξατε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφησης, γεμάτο από «υποκειμενικές» εικόνες, κοντινά πλάνα στη Δήμητρα και πλάνα που αναδεικνύουν τον ιδιωτικό της χώρο και χρόνο...
Ε.Σ.: Ναι, στην ταινία αυτή, όπως και σε άλλα ντοκιμαντέρ που έχω γυρίσει, επέλεξα να χρησιμοποιήσω την προσέγγιση του κινηματογράφου της παρατήρησης, που είναι ένας τρόπος αποτύπωσης της πραγματικότητας, στην οποία δεν χρησιμοποιούνται συνεντεύξεις, σκηνοθετικές
υποδείξεις, σενάριο. Απλώς παρατηρείς, ακολουθείς τον ήρωα / την ηρωίδα σου επί μεγάλο χρονικό διάστημα, στην καθημερινότητά του, και προσπαθείς να αφομοιωθείς από αυτόν/αυτήν. Να τον/την κατανοήσεις μέσα από τον νου καιτην καρδιά. Να περάσεις πέρα από το προφανές σε ένα επίπεδο όχι περιγραφής, αλλά αποκάλυψης. Αυτό δεν πετυχαίνει πάντα. Στο ντοκιμαντέρ της Δήμητρας πάλευα μόνη μου 12 χρόνια και πάλι αισθάνομαι ότι αυτό το «πέραν» του προφανούς δεν το κατάφερα.
Α.Λ.: Υπάρχει κάτι που εκτιμήσατε ιδιαίτερα στη Δήμητρα; Περάσατε καλά κατά τα γυρίσματα;
Ε.Σ.: Η Δήμητρα με φωνάζει και τη φωνάζω πλέον «μικρή αδερφή». Αυτό κατακτήθηκε έπειτα από χρόνια κοινής ζωής μέσα και έξω από το ντοκιμαντέρ. Στην αρχή η Δήμητρα δεν ήθελε να κινηματογραφηθεί, γιατί, όπως πολύ σωστά είπε, «δεν αποτελώ θέαμα». Χρειάστηκε να περάσουμε καιρό μέσα στο κουζινάκι του μπορντέλου και να πιούμε άπειρους καφέδες μέχρι που κάποια στιγμή μού είπε: «Άντε, ας την κάνουμε την ταινία, κοπελιά». Δεν μπορώ να απαντήσω αν περάσαμε καλά στα γυρίσματα, γιατί η επαφή με τη Δήμητρα δεν ήταν ακριβώς «γυρίσματα». Πάρα πολύ συχνά συναντιόμασταν στο μπορντέλο και δεν τράβαγα καθόλου με την κάμερα και απλώς μιλάγαμε ή τρώγαμε ή χαζεύαμε τηλεόραση. Μερικές φορές δεν ήξερα καν αν όλο αυτό θα γίνει ταινία. Κι όμως, νομίζω ότι αυτή η απώλεια της στόχευσης είναι απαραίτητη σε κάποιον βαθμό στο ντοκιμαντέρ. Το να φτάνεις, δηλαδή, σε μια κατάσταση ανιδιοτελούς συμβίωσης με τον άλλον για να ολοκληρώσεις την ταινία. Να μη σε νοιάζει τι θα γίνει με το «έργο». Απλώς να χαίρεσαι που είσαι εκεί, με τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράζεσαι τόσο πολλά. Υπό αυτή την έννοια, η διαδικασία δεν διαφέρει από μια ερωτική σχέση.
//18