Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Αρασέλη Λαιμού

Αρασέλη Λαιμού

Συνέντευξη
Ασπασία Λυκουργιώτη

Η Αρασέλη Λαιμού μας μιλάει για το φανταστικό της ντεμπούτο, την «Αγία Έμυ»

 

Ασπ.Λ.: Πώς διάλεξες την ιστορία της «Αγίας Έμυ»; Πώς τη βρήκες; Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

 

Αρ.Λ.: Αρχικά ήθελα να κάνω μια ταινία για δύο αδερφές, επειδή στα πρώτα χρόνια της ζωής μου με μεγάλωσαν η μαμά μου, η θεία μου και η γιαγιά μου, και πάντοτε παρακολουθούσα αυτή τη σχέση που είχαν οι τρεις τους. Ήθελα να κάνω μια ταινία για αυτήν την αρχική δομή, εντός της οποίας ήρθα στον κόσμο. Αυτό ήταν, έτσι, το έναυσμα. Μετά σκεφτόμουν ότι θα ήταν ενδιαφέρον... Ένας λόγος που κρατάει αυτές τις δύο γυναίκες τόσο κοντά και δεν μπορούν να σπάσουν αυτήν τη σχέση -μένουν κάπως, ας πούμε, καθηλωμένες σε αυτήν τη σχέση- είναι ότι έχουν ένα μυστικό που δεν μπορούν να το προδώσουν. Ίσως η μαμά τους να τους έχει πει ότι πρέπει η καθεμία τους να προστατεύσει αυτό το μυστικό, που είναι μέρος της ταυτότητάς τους. Προσπαθώντας να ανακαλύψω τι είναι αυτό το μυστικό, σκεφτόμουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε κρατηθεί μυστικό, αν ήταν μέρος μιας μικρής ομάδας, μιας μειονότητας, όπου οι άνθρωποι ίσως έρχονται και φεύγουν. Όχι σαν την ελληνική κοινωνία, όπου όλοι ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει στου διπλανού τις οικογένειες και τα χωράφια. Οπότε σκέφτηκα -εγκεφαλικά τελείως- ότι θα μπορούσε να είναι στην φιλιππινέζικη κοινότητα. Νομίζω απλά είχα την περιέργεια να δω από κοντά αυτήν την κοινότητα. Επειδή τους Φιλιππινέζους πάντοτε τους έβλεπα στα λεωφορεία κ.λπ. και πάντοτε είχα την απορία: μα, τι κάνουνε, πού ζουν, τι, πώς περνάνε; Μου έκανε, επίσης, εντύπωση που πολλές Φιλιππινέζες είναι όλη την εβδομάδα μέσα σε ένα σπίτι και ό,τι κάνουν γίνεται τις Κυριακές. Έτσι, πήγα εκεί για να δω αν θα έβρισκα κάτι που με ενδιαφέρει. Πήγα στον Πειραιά, στην καθολική εκκλησία - και αυτό είχε πλάκα, επειδή έχει πρώτα μία λειτουργία στα ελληνικά, μία λειτουργία στα ισπανικά και μετά μία λειτουργία στα αγγλικά. Οπότε πήγα και στις προηγούμενες, αλλά είναι στα αγγλικά που έρχονται οι Φιλιππινέζοι. Αυτό που, τέλος πάντων, είχα στο μυαλό μου ως λειτουργία, η κατάνυξη, η πολλή ησυχία, κατέρρευσε με την αγγλική λειτουργία. Ξαφνικά γέμισε η εκκλησία, κατεβάσανε με έναν προτζέκτορα λόγια και ήταν σαν να στηνότανε καραόκε.

 

Ασπ.Λ.: Είναι καθολικοί;

 

Αρ.Λ.: Εκεί που πήγα εγώ ήτανε καθολικοί. Μετά άρχισα να πηγαίνω, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ. Τραγουδούσαν λατρευτικά τραγούδια, αλλά πάρα πολύ pop. Δηλαδή, άμα δεν βάζανε και τον Jesus στο τέλος, θα μπορούσε να ήταν ένα love song. Και τα ήξεραν όλοι τα λόγια. Ήταν νέοι κ.λπ. και μετά τη λειτουργία γινόταν ένα πάρτι σε όλο το κτίριο, μέχρι το βράδυ. Με υποδέχτηκαν αμέσως, με ρώτησαν το όνομά μου, οπότε ήθελα πολύ να κάνω μια ταινία μαζί τους. Άρχισα να πηγαίνω σχεδόν κάθε Κυριακή και, μια φορά, είδα ότι είχαν έρθει κάποιες γυναίκες από αλλού -bible readers νομίζω τις λέγανε-, οι οποίες φαίνονταν σαν μέλη της κοινότητας υψηλότερης ιεραρχίας ή κάτι τέτοιο. Κάθονταν όλοι σε ουρά και άρχισαν να κάνουν μια τελετή θεραπευτική, που δεν μπορούσα να καταλάβω, αλλά που όλοι αποδέχονταν. Άρχισαν τότε να μπαίνουν σε τρανς. Και τρελάθηκα, επειδή δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο ή είχα δει ίσως σε κάποιες ταινίες. Και θεώρησα ότι να αυτό θα μπορούσε να είναι το μυστικό, να είναι δηλαδή συνδεδεμένο με αυτό το πράγμα, που ακόμα δεν ήξερα τι είναι. Μου φάνηκε ότι κάπου εκεί βρίσκεται το ποια είναι η Έμυ και έτσι, σιγά-σιγά, χτίστηκε η ιστορία.

 

Ασπ.Λ.: Οπότε, από τη μια, σε πήγανε οι ίδιοι οι Φιλιππινέζοι στους καθολικούς, δηλαδή πήγες ακολουθώντας μια μειονότητα, και, από την άλλη, βάζεις εσύ -με τη δική σου δημιουργική φαντασία εκεί- το στοιχείο της μάγισσας, πηγαίνοντάς μας και πίσω στον χρόνο, στη σύγκρουση της μαγείας με την Εκκλησία κατά τον Μεσαίωνα. Αυτή η ιστορία της μάγισσας, που τελικά είναι η ιστορία που κρύβουνε οι δύο κοπέλες, έχει σχέση με τη φιλιππινέζικη κουλτούρα ή είναι κάτι το οποίο το κατασκεύασες εσύ σεναριακά;

 

Αρ.Λ.: Όχι, έχει. Αν κάποιος Φιλιππινέζος δει την ταινία, νομίζω ότι θα ανησυχήσει για την Έμυ, που είναι μάγισσα, γιατί είναι μεγάλο μέρος της σκέψης και της κουλτούρας τους. Υπάρχει πολύ ο φόβος του βουντού, αλλά και η προσδοκία της θεραπείας. Το ένα είναι πλάι στο άλλο. Ίσως επειδή εκεί είναι πολλά τα χωριά που δεν έχουν πρόσβαση στα μεγάλα νοσοκομεία. Η κάθε μικρή κοινότητα είχε παραδοσιακά τον σαμάνο της. Και μετά, όταν ήρθε η καθολική Εκκλησία, άλλους τους αποδέχτηκαν -για να εισχωρήσουν, ας πούμε, σε αυτές τις μικρές κοινότητες- και άλλους, αν υπήρχε μεγάλη αντίσταση, όχι. Οπότε, ανάλογα από πού είναι ο καθένας, μπορεί είτε να θεωρεί ότι αυτός για να είναι θεραπευτής σημαίνει ότι είναι του διαβόλου και προσπαθεί να μας μπερδέψει. Ή μπορεί να θεωρείται προικισμένος που έχει απευθείας σχέση με όλα αυτά, με τα πνεύματα κ.λπ. Οπότε, ναι. Νομίζω ότι είναι πολύ μέρος της κουλτούρας τους και πολλά από αυτά έχουν έρθει και στην Αθήνα και υπάρχουν πάρα πολλοί θεραπευτές έτσι κρυμμένοι από δω και από εκεί. Ούτε μακρινό είναι ούτε της φαντασίας μου.

 

Ασπ.Λ.: Απλά εσύ το χρησιμοποιείς έτσι, εγώ θα έλεγα καθαρά φεμινιστικά και πολιτικά. Δηλαδή βάζεις πάλι τη μαγεία με έναν πάρα πολύ μαγικό τρόπο, σαν να είναι η απάντηση της καταπιεσμένης και φτωχής γυναίκας, ας πούμε, που όμως έχει μεταφυσικές δυνάμεις, οπότε έχει και ένα χιούμορ αυτό. Ότι, από τη μία, δεχόμαστε τα πάντα, τον σεξισμό, την υποτίμηση, τα πάντα, αλλά, από την άλλη, έχουμε μεταφυσικές δυνάμεις να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Δηλαδή, έχει μία αισιοδοξία φοβερή ουσιαστικά η ταινία με αυτό το τρικ. Δεν ξέρω εάν το βλέπεις έτσι, για αυτό και σε ρωτάω.

 

Αρ.Λ.: Μου αρέσει όπως τη βλέπεις. Εγώ θεωρώ, ναι, ότι η Έμυ έχει αυτήν τη δύναμη, που στην αρχή ουσιαστικά είναι κάτι που την καταπίεζε, αλλά αργότερα -και εκεί μπαίνει το κομμάτι της δικιάς μου της εξιστόρησης-, αρχίζει πλέον να την εξερευνά χωρίς φόβο, να την κατακτά και να αποδέχεται αυτήν τη δύναμη. Ενώ, συνήθως, στην πραγματική ζωή απλά μένουμε στο επίπεδο της ενοχής και στεναχωριόμαστε όταν οι άλλοι μας βλέπουν ως απαίσιες μάγισσες ή μάγους.

 

Ασπ.Λ.: Τότε επί της ουσίας, δηλαδή, πέρα από τον υπερρεαλισμό που μπαίνει έτσι ποιητικά, υπάρχει μια φεμινιστική αντίληψη - όχι φεμινιστική, μια αγάπη, ας πούμε, για τη φύση της γυναίκας και τη δύναμη που κρύβει, από την πλευρά σου. Το οποίο φαίνεται και από την επιλογή των τριών γυναικών, ότι από τη μια, ναι, από την άλλη όμως, πιστεύεις στη γυναικεία δύναμη και συμμαχία. Τι λες;

 

Αρ.Λ.: Ναι, εγώ, ας πούμε, αισθάνθηκα ότι εκεί ήταν η καρδιά της ταινίας. Μια γυναίκα που δεν θέλει να καταλήξει σαν τη μαμά της -γιατί όλοι της λένε μην πάθει τα ίδια με τη μαμά της- και να που καταλήγει ακριβώς έτσι αλλά με πλήρη αποδοχή. Είναι πολλές, όλες οι κόρες που εύχονται να μη γίνουν σαν τη μαμά τους και τελικά γίνονται. Εδώ, η μαμά της Έμυ είναι κάπως larger than life, ας πούμε, προσωπικότητα. Εγώ είχα στο κέντρο της μυθολογίας της μαμάς ότι πρόκειται για μια γυναίκα που δεν συμβιβάστηκε, που έκανε τις κόρες της μόνη της. Οπότε στα μάτια της κοινωνίας είναι μία… Συνήθως δεν αρέσει στην κοινωνία αυτή που είναι κάπως διαφορετική και που έχει απορρίψει τα πιο συμβατικά. Οπότε, ναι, έτσι έχει μεγαλώσει η υπόστασή της.

 

Ασπ.Λ.: Εντάξει, προφανώς και το πολιτικό μπαίνει από πολλές απόψεις. Εννοώ ότι η ταινία μας δείχνει πολλά κυκλώματα εξουσίας. Μας δείχνει το σεξιστικό κύκλωμα στον Πειραιά, χωρίς να είναι απαραίτητα και ρατσιστικό, όπως περνάει μέσα από τον φίλο της αδελφής της Έμυ. Και, ταυτόχρονα, το κύκλωμα της εκκλησίας που ακόμα κυνηγά μάγισσες.

 

Αρ.Λ.: Μαζί με τον φόβο της Τερέζα υπάρχει και η εγκυμοσύνη, που την κάνει έναν άνθρωπο που μπορεί να υπάρχει χωρίς να δέχεται όλες αυτές τις προκαταλήψεις και όλα αυτά που προσπαθούν να της επιβάλουν. Όμως, όταν φτάνει σε αυτό το σημείο, που είναι πολύ ευαίσθητη και ευάλωτη, προσπαθεί να πιαστεί από κάπου, από οπουδήποτε, οπότε θα πιαστεί και από τις προκαταλήψεις. Κι ενώ πριν αποδεχόταν την αδερφή της, την ώρα που νιώθει ευάλωτη και το σώμα της να μην την υπακούει, δείχνει έτοιμη να αποδεχθεί τα πάντα.

 

Ασπ.Λ.: Έχεις πολλή άνεση, με την έννοια ότι όλη η ταινία, ενώ δεν υπογραμμίζει κάτι, σε κάνει να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε έναν πολύ φυσικό χώρο. Έχει μια κινηματογράφηση πάρα πολύ ήρεμη, σαν να το έχεις, να το ξέρεις καλά. Και δεν αγχώνεις και τον θεατή που τη βλέπει, ότι πρέπει τώρα να καταλάβεις αυτό ή το άλλο. Και νομίζω ότι την καταλαβαίνει την ταινία πολύ οργανικά.

 

Αρ.Λ.: Νομίζω ότι σε όλες τις οργανωμένες θρησκείες, ένα βασικό πράγμα με το οποίο προσπάθησα να καταπιαστώ είναι αυτή η ανάγκη να υπάρχουν καινούργια μέλη και το πώς τελικά γίνεται κανείς μέρος αυτής της κοινότητας. Οπότε η Τερέζα θέλει να είναι μέρος αυτής της κοινότητας, αλλά ξαφνικά πρέπει να αποδεχτεί όλους τους κανόνες της. Όμως, όταν μπαίνεις, δεν ξέρεις, δεν σου ταιριάζει συνήθως όλο το πακέτο και ούτε ξέρεις αν απλά μπορείς να μπεις έτσι λίγο μεσοβέζικα. Εμένα πάντοτε μου έκανε εντύπωση η βάφτιση, γιατί βαφτίζεις ένα μικρό παιδί και του λες «είσαι τώρα μέλος αυτής της θρησκείας» και δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα, απλά το ορίζεις. Οπότε η ταινία ασχολείται με αυτό, με αυτές τις δύο κοπέλες που δεν ξέρουν αν αναγκαστικά πρέπει να ανήκουν σε αυτό το πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, για να μπορούν να επιβιώσουν. Είχα πάει σε μια βάφτιση, όταν έγραφα το σενάριο, και έτσι πρόσεχα λίγο περισσότερο τα λόγια. Γιατί συνήθως, όταν πας σε μια βάφτιση, σε έναν γάμο, απλά πας εκεί και το παίρνεις σαν ένα κοινωνικό γεγονός και δεν παρακολουθείς ακριβώς τι συμβαίνει. Αλλά στη βάφτιση εκείνη τη φορά το παρακολούθησα και μου φάνηκε ότι ήταν ό,τι πιο παγανιστικό, ήταν σαν να βλέπεις ουσιαστικά μάγισσες.

 

Ασπ.Λ.: Ναι, ναι! Σαν ένα μικρό καζάνι που βάζεις ένα μωράκι σε μια σούπα, ας πούμε, και πετάς λαδάκι, κόβεις τα μαλλιά του. Είναι σαν να κάνεις πραγματικά έναν μαγικό ζωμό. Και μετά ο νονός λέει «απεταξάμην τον Σατανά» και, πραγματικά, φαίνεται σαν κάτι πολύ αρχέγονο. Και όταν λένε στην ταινία ότι πάνε να τη βαφτίσουν ή να την «εξαγνίσουν», είναι σαν να την κλέβουν.

 

Αρ.Λ.: Γιατί αυτό είναι. Ξορκίζεις το κακό από μέσα από το μικρό μωράκι, που θεωρείς ότι κουβαλάει μια αμαρτία. Και έτσι και στην περίπτωση της Έμυ. Οι πιο μεγάλοι τη βλέπουν σαν να κουβαλάει μέσα της το κακό.

 

Ασπ.Λ.: Τώρα, αυτό το κύκλωμα της κυρίας Χριστίνας μού φάνηκε καταπληκτικό επίσης. Σαν επέκταση, ας πούμε, του κυκλώματος εκμετάλλευσης των Φιλιππινέζων από τις κυρίες. Απλώς έχει λίγο χιούμορ ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται η κόρη της Πιλάριν - πάλι μέσα σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι, για να δουλέψει πάλι ως θεραπεύτρια. Και, προφανώς, αυτό ήταν ένας συνδυασμός της πραγματικότητας, που κάποιες γυναίκες δουλεύουν σε σπίτια κυριών των βορείων προαστίων, ας πούμε, με το μύθευμα της μάγισσας. Είναι έτσι; Ήτανε δικό σου, δεν υπήρξε κάπου, δεν το βρήκες κάπου έτοιμο;

 

Αρ.Λ.: Εκεί πέρα έβαλα και μερικά δικά μου βιώματα, αλλά όχι κάτι που να σχετίζεται με κάποια Φιλιππινέζα θεραπεύτρια. Απλά πιο παλιά η οικογένειά μου είχε γνωρίσει έναν θεραπευτή και ερχόταν στο σπίτι μου και έβλεπε κάποιους άλλους ασθενείς, ας πούμε. Οπότε το είχα δει, είχα αυτήν την εμπειρία για μια μικρή περίοδο της ζωής μου. Έβλεπα αυτόν τον άνθρωπο στο σπίτι και είχα αυτήν την φοβερή περιέργεια. Έλεγα, αυτός ο ίδιος αισθάνεται ότι είναι κάποιος θεραπευτής; Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον εμπιστευτώ ή όχι. Οπότε μέσα μου είχα αυτήν την καχυποψία, αλλά ταυτόχρονα και φοβερό θαυμασμό και ελπίδα. Οπότε συνδύασα αυτό το βίωμά μου -το γεγονός ότι έχω η ίδια συναντήσει θεραπευτές- με το βλέμμα του να έχεις κάποιον στο σπίτι που να σε βοηθάει. Γιατί υπάρχει κάπως η ίδια σχέση πολλές φορές σε κάποιους ηλικιωμένους που έχουν κάποιον να τους φροντίζει. Ιδιαίτερα πολλοί ηλικιωμένοι αισθάνονται αυτήν την ανημποριά, ότι, από τη μία, ενώ τον έχεις προσλάβει τον άλλον, αυτός θα έπρεπε απλά να είναι κάποιος εργαζόμενός σου που τον πληρώνεις. Όμως, ταυτόχρονα, είναι κάποιος που τον χρειάζεσαι τόσο πολύ. Οπότε υπάρχει πάλι αυτή η σχέση που είναι πέραν της ανάγκης και, ταυτόχρονα, οικονομική.

 

Ασπ.Λ.: Ναι, αυτό της ανταλλαγής.

 

Αρ.Λ.: Ναι, της ανταλλαγής.

 

Ασπ.Λ.: Δηλαδή, από τη μία, υπάρχει μια αντιστροφή του πραγματικού συναισθήματος, που δεν μπορεί να δημιουργηθεί ακριβώς, γιατί υπάρχει και η εργασιακή σχέση. Και είναι όλο αυτό το παιχνίδι, το οποίο το δίνεις πάρα πολύ ωραία. Και μου αρέσει που, ενώ είναι θεραπεύτρια και την παίρνει για να πουλάει τις ικανότητες της σαν θεραπεύτριας, συγχρόνως της βάζει και ποδιά και τη βάζει να σερβίρει.

 

Αρ.Λ.: Ναι, δηλαδή εμένα αυτό με ενδιέφερε. Το πιο σημαντικό που είχα για τον χαρακτήρα της είναι ότι συνέχεια θέλει να υπογραμμίζει πως η Έμυ τη χρειάζεται, όχι τόσο πολύ ότι αυτή χρειάζεται την Έμυ. Ακριβώς γιατί δεν αντέχει την ιδέα ότι τη χρειάζεται. Που νομίζω ότι είναι κάτι που το κάνουμε και οι Έλληνες με τους ξένους οικονομικούς μετανάστες. Αυτό που πολλές φορές λέμε όλη την ώρα, «έρχονται και θα μας κλέψουν τις δουλειές». Ενώ, πολλές φορές, είναι ένας γερασμένος πληθυσμός που χρειάζεται τόσο πολύ να έρθει ένα καινούργιο αίμα ξένων να βοηθήσει, να κάνει πολλές από τις εργασίες στις οποίες στηρίζεται όλη η οικονομία. Αλλά πάντοτε πρέπει να υπογραμμίσουν -οι Έλληνες, ας πούμε-, πόσο δεν τους χρειαζόμαστε και έρχονται και μας παίρνουν τις δουλειές κ.λπ.

 

Ασπ.Λ.: Ναι, πώς να αντιστρέψεις το μύθευμα τελείως;

 

Αρ.Λ.: Εγώ, εν τω μεταξύ, ήθελα η Έμυ και η Τερέζα να είναι δύο κοπέλες που έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα. Που ζούν στην Ελλάδα και ξέρουν την Αθήνα με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά έχουν μεγαλώσει εδώ.

 

Ασπ.Λ.: Έχει έναν φυσικό ρεαλισμό η ταινία, λες και αποτελεί το βλέμμα σου. Σαν να έχεις ενταχθεί 100% και να έχεις την κάμερα από την πλευρά τους. Και, εντάξει, νομίζω είναι πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτή η ταινία. Και δεν ξέρω, δηλαδή δεν περίμενα ότι έχεις συνδυάσει τόσα στοιχεία και έχεις βγάλει μια τόσο αληθινή ιστορία. Έχεις κάνει πάρα πολλή δουλειά.

 

Αρ.Λ.: Πήρε πολλά χρόνια το σενάριο για να δέσουν όλα αυτά τα στοιχεία. Γιατί πολλές φορές έχεις πράγματα που ξέρεις ότι πρέπει να είναι στην ιστορία, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς πώς πρέπει να δέσουν. Είναι σαν ένα παζλ, που ξέρεις ότι υπάρχει ένας τρόπος που όλα αυτά ανήκουν το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς πώς. Και το άλλο που ήθελα να πω ήταν ότι ήθελα πάρα πολύ να είναι στην καρδιά της ταινίας μια κοπέλα που να έχει τα βιώματα για τα οποία μιλάει η ταινία.

 

Ασπ.Λ.: Αρασέλη, ό,τι καλύτερο εύχομαι για την ταινία στους κινηματογράφους και εις άλλα με υγεία. Αν και, εντάξει, πιστεύω ότι, και τίποτα άλλο να μην κάνεις, αξίζεις μια φοβερή θέση στην ιστορία του κινηματογράφου.

 

Αρ.Λ.: Ευχαριστώ!