Άλλοι πηγαίνουν με καΐκια στα Κύθηρα κι άλλα «την κοπανάνε» με τα ΚΤΕΛ. Αυτό που έχει σημασία είναι το Honeymoon να σε πείθει ότι θα είναι Honeymoon πράγμα που πετυχαίνει (η μόνο χρονικά μικρή αυτή) ταινία, όπως και το να θέτει επίκαιρα ζητήματα φύλου με μια ουσιαστικά πολιτική, διαχρονική αλλά και παράλληλα πρωτότυπη για το είδος φεμινιστική οπτική. Η ταινία (που είχε προλάβει ήδη να βραβευτεί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού, πριν μαζέψει μερικά βραβεία και στο 47ο φεστιβάλ της Δράμας αλλά και τις 30ες Νύχτες Πρεμιέρας) αφορά δύο κορίτσια – που αν και είχαν την ατυχία να τους πουν ότι γεννήθηκαν αγόρια - αποφασίζουν να ξεπεράσουν γενικώς τα αγόρια και να φύγουν φεμινιστικά μαζί. O φασισμός, που συναντάει διαχρονικά την πατριαρχία δε θα τα σταματήσει και ο φεμινισμός - σαν θεωρία - αρκεί για να μιλήσει και γι΄ αυτά τα κορίτσια…
Τι σε έκανε να γυρίσεις αυτή την ταινία;
Η γνωριμία μου με τη Φέιμπλ και το πάρα πολύ σκληρό γεγονός της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου που συνέβη πριν έξι χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, από δύο άντρες και την αστυνομία. Δικαιοσύνη δεν ήρθε ποτέ και όλη η αστυνομία συνεχίζει να είναι έξω και κανονικά σε υπηρεσία. Εγώ σε μία λογική που και μόνο μου αλλά και με το community προσπαθούσα να χειριστώ αυτό το τραύμα αποφάσισα να κάνω την ταινία η οποία φτιάχνει ένα εναλλακτικό τέλος από αυτό που δεν μπορέσαμε να αλλάξουμε στην πραγματική ζωή. Οπότε ήθελα μια ιστορία που να αφορά τη δύναμη του «μαζί» και του πως μπορούμε να παλέψουμε μαζί όλα αυτά τα οποία μας συμβαίνουνε καθημερινά.
Που βρήκες τις πρωταγωνίστριες σου, που είναι και πραγματικά trans άτομα και τόσο δυνατές ερμηνευτικά;
Κάναμε ένα χρόνο casting με την Αρτεμισία Ρέππα, την casting director δηλαδή που είναι και πολύ φίλη και με έχει στηρίξει πραγματικά σε όλα. H Νάσια ήταν από τα πρώτα άτομα που είχαμε δει και κάπως τη θέλαμε και οι δύο, αλλά ψάχναμε για το ποιο θα είναι το ντουέτο. Η Μαίρη ήρθε λίγο πιο μετά, όταν ξεκινήσαμε και ψάχναμε και στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα τους κάναμε double castings και όταν είδαμε τη Νάσια με τη Μαίρη καταλάβαμε ότι υπήρχε εκεί ένα spark αρκετά έντονο και έτσι αποφασίστηκε να είναι αυτές. Η διαδικασία των προβών ήταν πάρα πολύ έντονη. Συναντιόμασταν τρεις - τέσσερες φορές την εβδομάδα, συζητούσαμε πάρα πολύ για τις ζωές τους τις ίδιες. Όλα αυτά εν μέσω covid, κι’ αυτές ήταν πασίμουρλες και πηγαίναν στα πάρτι μέχρι τις οχτώ το πρωί και τους έλεγα θα κολλήσετε covid και δε θα γίνει ούτε ταινία, ούτε τίποτα. Εντάξει ήταν και η μία 21 και η άλλη 22 χρονών τότε μες την τρέλα, το ζούσανε φουλ. Είχανε όλο αυτό το «γιούχου» πράγμα και στο παίξιμό τους αλλά από την άλλη είχαν και έντονη αίσθηση ευθύνης… Όταν φτάσαμε στα γυρίσματα κάνανε και οι δύο πάρα πολύ deliver ήταν και οι δύο, πως να στο πω, εκεί. Το ίδιο το σενάριο άλλαξε πάνω τους. Η Φαίη και η Σάντρα που είχα γράψει εγώ, ήταν δύο φανταστικά πρόσωπα στο μυαλό μου που γειώθηκαν πάνω σε δύο πραγματικά άτομα που είχαν χαρακτηριστικά που εμένα μου φάνηκαν τρομερά σημαντικά για να τα εντάξω σ’ αυτήν την ιστορία. Μπήκανε πολλά δικά τους συμπεριφορικά στοιχεία. Οι διάλογοι άλλαξαν πολύ σε σχέση με το πως αυτές ένιωθαν ότι πρέπει να πούνε κάτι και κάποιοι φύγανε εντελώς. Νομίζω ότι η σχέση εμπλουτίστηκε πάρα πολύ από το δικό τους κομμάτι.
Χαρήκατε με τα βραβεία γυναικείας ερμηνείας των κοριτσιών στη Δράμα και τις Νύχτες Πρεμιέρας;
Χαρήκαμε πάρα πολύ για τα βραβεία των κοριτσιών, γιατί είναι και κάπως historical αυτό που τους συνέβη και το ότι το πήρανε και από κολοσσούς δίπλα τους και για το representation ότι δύο trans γυναίκες παίρνουν αυτό το βραβείο…
Τις χρησιμοποιείς γι’ αυτό που αληθινά είναι…
Ναι. Αλλά είναι και πάρα πολύ professional. Κάνουν deliver εκατό τα εκατό. Όταν μπήκανε να το κάνουν αυτό που έκαναν στο γύρισμα ήταν «beyond», πέραν του αναμενόμενου. Ήταν πάρα πολύ συγκεντρωμένες, πάρα πολύ μέσα σ’ αυτό. Ελάχιστες στιγμές δεν ήταν εκεί και αυτό είχε να κάνει με πάρα πολλές δυσκολίες γιατί ήταν on location όλο, είχε πάρα πολύ κρύο και προσπαθούσαμε να κάνουμε ένα πράγμα καλοκαιρινό ή ανοιξιάτικο μες το καταχείμωνο μ’ ένα κάμπριο που τρέχει και ανοιχτά ρούχα. Βλέπω τώρα backstage φωτογραφίες που είμαστε όλα με μπουφάν «μέχρι εδώ» και σκέφτομαι ότι έχω ξεχάσει πόσο κρύο είχε όταν κάναμε την ταινία. Ήτανε ναι πάρα πολύ επαγγελματίες τα κορίτσια.
Που έγιναν τα γυρίσματα;
Γυρίσαμε στην Κόρινθο και στη Θήβα. Όλο το πρώτο κομμάτι που συμβαίνει σε μια καντίνα είναι στην Κόρινθο. Φτιάξαμε μια καντίνα που δεν υπήρχε. Την οποία την έφτιαξε η Μαρία Βέτα τόσο καλά που όταν τη στήναμε ακόμα σταματούσαν αυτοκίνητα που πήγαιναν προς ισθμό και ζητούσαν πράγματα. Ακριβώς δίπλα από την καντίνα είναι εκείνο το ξεχασμένο ξενοδοχείο με τους φοίνικες που σου βγάζει αυτό το «Florida Project vibe» και το προσέχεις όταν περνάς…
Είχατε και ωραία ηλιοβασιλέματα που έδιναν αυτό το vibe.
Ναι. Μας έκανε και τη χάρη ο καιρός. Ξεκινήσαμε πρώτη μέρα με απόλυτη συννεφιά, το οποίο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο για τα γυρίσματα και τη δεύτερη μέρα είχε πάλι συννεφιά και θυμάμαι την τρίτη μέρα μόνο που φρίκαρα. Ξυπνάω εφτά το πρωί και ήδη ο ήλιος στην Κυψέλη με τυφλώνει και κρατάω με δυσκολία ένα δάκρυ, γιατί θα χάναμε το continuity. Ξεκινάμε να πάμε και είμαστε με την Αρετή, τη φωτογράφο και τον Κωστή απ’ την παραγωγή που οδηγεί και δε μιλάει κανείς καθόλου. Εγώ κ’ η Αρετή ρίχνουμε που και πού κάποια βλέμματα απελπισίας μεταξύ μας κι εγώ απλά σκέφτομαι «πάει καταστράφηκε η ταινία, τέλειωσαν όλα». Και κάποια στιγμή μου λέει ο Κωστής «το βλέπεις αυτό το σύννεφο εκεί;» και του λέω «το βλέπω ρε συ Κωστή» και μου λέει «εκεί πάμε να δεις ότι θα μείνει» και πάμε και είμαστε κάτω από ένα σύννεφο. Όντως, δηλαδή, είναι ήλιος παντού και το location είναι κάτω από το σύννεφο που αν δεν ήτανε, είχαμε καταστραφεί, δεν θα υπήρχε καμία συνέχεια στην ταινία, θα ήταν ξαφνικά σα να άλλαξε μέρα. Μας έκανε φουλ τη χάρη γιατί δεν ήταν απόφαση από το σενάριο το να είναι συννεφιασμένη η Ελλάδα αλλά μας άρεσε πολύ σαν concept για να σπάει το «hot girl summer», καλοκαίρι στην Αθήνα. Θέλαμε επίσης να μιλήσουμε πολύ για αυτό το κομμάτι των non places που είναι όλες αυτές οι στάσεις, τα βενζινάδικα οι εθνικές οδοί και το πως είναι σε αρκετά μεγάλο κομμάτι της Ελλάδος όλα αυτά τα μέρη όταν μετακινείσαι και για μένα υπήρξε και ένα connection και με την trans ταυτότητα και όλα αυτά τα non places. Είναι μέρη τα οποία είναι παντού από πάντα, είναι στάσεις τις οποίες ο κόσμος σταματάει τις βλέπει αλλά κάπως όταν μιλάς για την Ελλάδα ο κόσμος δεν έχει αυτή την αίσθηση. Δεν είναι όπως η πλάκα κι ο Παρθενώνας αλλά η Ελλάδα είναι ένα μέρος γεμάτο με στάσεις και δρόμους.
Επαναπροσδιορίζεις συμβολικά το κυρίαρχο αφήγημα γύρω από την Ελλάδα και αυτό είναι από μόνο του σημαντικό. Το γειώνεις, το μεταφέρεις στο δρόμο που στο δρόμο βεβαίως υπάρχει ένα τελείως διαφορετικό αφήγημα…
Ναι αυτά τα μέρη έχουν μια αορατότητα ενώ είναι παντού…
Το σκεφτόμουνα τώρα χαρούμενη που ερχόμουνα να σε συναντήσω και έλεγα για κοίταξε που μου έδωσε ραντεβού. Υπάρχει σα feeling στην ταινία αλλά σε σένα υπάρχει ακόμα πιο πολύ απ’ ότι στην ταινία. Το ότι έχεις μπει στην πόλη και ότι έχεις αποδεχθεί την πόλη.
Δεν έχει να μου πει και τίποτα κινηματογραφικά η ακρόπολη ναι… Τέτοια μέρη που είναι τόσο overused με στιβαρές αναπαραστάσεις πάνω τους και συμβολισμούς δεν μου φαίνονται καθόλου δημιουργικά εμένα.
Από την άλλη είχε κάτι από Καλιφόρνια η ταινία…
Μου το είπε και ένας φίλος από την Καλιφόρνια, ότι είναι σα να έχει γυριστεί εκεί. Πολύ παράξενο. Έκανα ένα road trip στην Αμερική κάποια στιγμή και επειδή ήμασταν συνέχεια σε highways και σε τρένα, υπήρχε μια αίσθηση no man’s land παντού, που έχει πολλά κοινά με την Ελλάδα και σκεφτόμουνα ότι σε αυτό το κομμάτι δεν είναι τόσο μακριά το ένα μέρος από το άλλο, οπότε υπήρχε και μία ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα παρόμοιο aesthetic με aesthetics τύπου American Honey που θα το βρούμε όμως εδώ δίπλα μας.
Μου άρεσε πάρα πολύ που έχεις διαλέξει δύο trans άτομα τα οποία ερωτεύονται μεταξύ τους καθώς δεν είναι καθόλου συνηθισμένο αφήγημα ενώ είναι πολύ αληθινό. Μου φαίνεται ότι έχει και κάτι το πολύ φεμινιστικό και το πολύ επαναστατικό γιατί δεν είναι το ζήτημα η αποδοχή της πατριαρχίας απέναντι στο trans σώμα, είναι το πως εμείς θα περάσουμε καλά. Δε μας ενδιαφέρει να μας αποδεχθείτε ή να σας αρέσουμε και νομίζω ότι είναι ένα αφήγημα που είναι πολύ καινούριο ακόμα και στον κουίρ κινηματογράφο, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό π.χ. από τον Άγγελο και από ελληνικές κουίρ ταινίες πενηντακονταετίας σχεδόν πια.
Καταρχάς το αντιλαμβάνεσαι νομίζω στην ολότητά του το πως το σκεφτόμασταν γιατί όλα αυτά που είπες ήταν πολύ μέσα στο κεφάλι μου όταν το έγραφα και έχει όντως να κάνει με το ότι το κουίρ σινεμά σε σχέση με τις αναπαραστάσεις του έχει αργήσει πολύ να ακολουθήσει την πραγματικότητα, δηλαδή είναι stuck πολύ στο τι έχει φτιάξει το cinema ως κουίρ αναπαράσταση και όχι στο τι είναι η ζωή. Γιατί αυτά τα άτομα υπάρχουνε στην πραγματικότητα. Αυτό το unapologetic πράγμα είναι προφανώς στις νέες γενιές και πιο αποδεκτό και πιο έντονο αλλά νομίζω ότι υπήρχε και πάντα στην trans κοινότητα. Το αν επέλεγε ο εκάστοτε σκηνοθέτης να μιλήσει για μία τύπα στο πεζοδρόμιο πόσο χάλια είναι η ζωή της ή να μιλήσει για το πόσο φοβερή καταφερτζού είναι, νομίζω ότι έχει να κάνει τελείως με το βλέμμα του παρά με την πραγματικότητα γιατί ρε παιδί μου, αυτά τα άτομα ήταν πάντα «all over», πάντα «there», πάντα πολύ εξεγερσιακά. Απλά νομίζω ότι το σινεμά έχει κάνει και κακό στην πραγματικότητα. Πολλές αναπαραστάσεις του δηλαδή έχουν κάνει και κακό.
Έχουν επηρεάσει και έχουν κατασκευάσει ουσιαστικά το πως πρέπει να είμαστε θλιμμένοι αν δεν είμαστε «κανονικοί»;
Ναι δηλαδή τα τελευταία χρόνια έχεις αρχίσει να βλέπεις κουίρ ταινίες, οι οποίες έχουν happy end ή κουίρ ταινίες οι οποίες δεν βασίζονται στο να πούνε μια ιστορία για τη δυσκολία του transness ή για τη δυσκολία του queerness. Που κάπως επιβεβαιώνει τον κανόνα… Κάθε ταινία που τελειώνει χάλια με τέτοιες ιστορίες, επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι ναι αυτές οι ζωές είναι για να τελειώσουνε χάλια. Αυτό το σινεμά δεν είναι μεταμορφωτικό καθόλου.
Ναι. Λες και οι άλλες ζωές δεν τελειώνουνε χάλια. Λες και όλοι δεν πεθαίνουμε, λες και όλοι δεν γερνάμε.
Δηλαδή το να γίνονται ταινίες για να τις βλέπουν οι εκάστοτε θεατές και να νιώθουν απλά λίγο cis straight guilt και βγαίνοντας απ’ το σινεμά να λένε «Πω, πω τι κρίμα, αυτές οι ζωές που είναι τόσο δύσκολες» και μετά να μπαίνουν στο ταξί και να το ξεχνάνε δεν καταφέρνει και κάτι. Συνεπώς ναι ο στόχος δεν ήταν να γίνει μία ταινία για τη δυσκολία του transness αλλά να γίνει μια ταινία αποχωρισμού. Το θέμα ήταν το δικό τους inner love story και τo δικό τους complexity μεταξύ αυτής της φιλίας και αυτού του «trans for trans bond». Πότε αυτό γίνεται ερωτικό, πότε όλα αυτά τα όρια χωλαίνουνε κοκ και αυτό ήταν το core της ιστορίας για μένα. Tο γεγονός ότι επέλεξα να είναι δύο trans γυναίκες είναι γιατί αυτό το υποκείμενο με αφορά εμένα εξεγερσιακά στη ζωή μου και όχι γιατί ήθελα να πω μια ιστορία για το transness αυτό καθ’ αυτό ή να κάνω εντύπωση τύπου «θα έχω δύο trans τύπες, δεν το έχεις ξαναδεί ουάου». Δεν ήταν αυτή η αφορμή…
Ποια ήταν η αφορμή;
Στη Νέα Ορλεάνη είχα γνωρίσει μια τύπα τη Φέιμπλ, που μου είχε διηγηθεί μια ιστορία γι’ αυτήν και την κοπέλα της, η οποία ήτανε μία τύπα που έγραφε και τραγουδούσε δικά της τραγούδια. Μου είπε λοιπόν ότι είχανε ξεκινήσει μαζί ένα τουρ στην Αμερική όπου η Φέιμπλ οδηγούσε και η Σάντρα έκανε λάιβ και αυτό σαν ιστορία μου είχε φανεί κάτι το πάρα πολύ όμορφο και έτσι ξεκίνησε η ιδέα με τα κορίτσια που φεύγουν. Δεν ήρθε δηλαδή το trans υποκείμενο έτοιμο να φορεθεί, ήρθε επειδή όντως γνώρισα μια τύπα η οποία κάπως μου φάνηκε φοβερά cinematic η ιστορία της και εμπνεύστηκα. Και ρώταγα συνέχεια και την Casting Director την Aρτεμισία τη Ρέππα καθώς έγραφα το σενάριο και κάθε φορά που έγραφα ένα καινούριο draft και της έλεγα «είναι εμπόριο πόνου αυτό το πράγμα; Let me know!» Γιατί δεν ήθελα ποτέ να είναι κάτι τέτοιο. Ήμουνα φουλ aware από την αρχή, το πως να μην γίνει αυτό το πράγμα μια απλά επαναπραγματιστική ταινία που μιλάει για κάτι πολύ κακό που συνέβη.
Πολύ γκέι και καλλιτέχνες ακόμα τοποθετούνται κατά της φυλομετάβασης. Προσωπικά εκφράζω κι εγώ μια μόνιμη φοβία απέναντι στα εύκολα χειρουργεία. Από την άλλη κι εγώ σκεφτόμουν πάντα την παρενδυσία ως δυνητικά επαναστατική πράξη. Το να είναι ένας άντρας ντυμένος γυναίκα ή μια γυναίκα ντυμένη άντρας τα βάζει με την επιβεβλημένη κανονικότητα και το θέτεις πολύ ωραία μέσα στην ταινία …
Ακόμα και αν προέρχεται από άντρες που είναι γκέι η τρανσφοβία στις θηλυκότητες και το transmisogyny είναι misogyny. Εννοώ το ότι ο βασικός καρπός σε όλο αυτό είναι ο μισογυνισμός και η πατριαρχία, γιατί το γεγονός το ότι δεν θέλουμε να βλέπουμε παρενδυσία, ότι δεν θέλουμε να βλέπουμε trans γυναικεία σώματα, οφείλεται στο ότι θεωρούμε ότι αν κάποιο άτομο έχει τάση προς τη θηλυκότητα είναι ανώμαλο. Γιατί; Γιατί η θυληκότητα είναι ανώμαλη γιατί δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να θέλει να είναι αυτό το πράγμα. Γιατί εκεί που παθαίνουμε brain damage όλοι είναι στο πως γίνεται να θες να είσαι γυναίκα, πως γίνεται να θες να είσαι θηλυκότητα. Όταν αυτό το πράγμα είναι η κυρίαρχη θέση της κοινωνίας. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει την επιλογή του εσύ να έχεις γεννηθεί σε ένα αντρικά βιολογικό σώμα και να μη θες να παραμείνεις και να φέρεις όλα αυτά τα προνόμια. Τους καίει το μυαλό και αυτό είναι transmisogyny γιατί απλά είναι misogyny, είναι μίσος σε σχέση με τη γυναικεία φύση. Αλλά αυτό νομίζω ότι είναι…
Για τους γκέι άντρες ας πούμε είναι πάλι αυτό για μην χάσουν το προνόμιο της αρρενωπότητας;
Και το ότι έχουν τρομερό μισογυνισμό. Οι γκέι άντρες οι οποίοι έχουνε γίνει πια κομμάτι της εξουσίας, είναι αποδεκτοί λόγο του maleness και της ανδρικότητάς τους. Δηλαδή οι γκέι masculine άντρες με τους γκέι feminine άντρες δεν έχουν την ίδια θέση στην πυραμίδα της εξουσίας. Αν ο Κασσελάκης ήταν μία φτερού, δεν θα ήταν ο Κασσελάκης. Δεν θα μπορούσε ποτέ η ελληνική κοινωνία να τον αποδεχθεί, ακόμα και το κομμάτι το οποίο έχει αποδεχθεί το τι είναι ο Kασσελάκης, αν ο Kασσελάκης δεν είχε αυτή την αναπαράσταση του κουστουμάτου γυμναστηριακού, ρομποτικά ωραίου male. Δεν τους τρομάζει γιατί μοιάζει με τους άντρες που ξέρουν. Ενώ ό,τι δεν μοιάζει και αποκλίνει από αυτό και μετακινείται προς μία εκθήλυνση ας πούμε είναι ανώμαλο. Γιατί να θες να είσαι «αυτή». Το οποίο είναι τρομερά μεγάλο σαράκι στην κοινωνία. Ο ίδιος ο μισογυνισμός και το πως αυτό το πράγμα μπερδεύεται, τι πλοκάμια απλώνει και πάνω σε ποιους τα απλώνει και για ποιους λόγους.
Πως αντιμετώπισες τις επιθέσεις που δέχθηκες για την ταινία;
Τις θάψαμε. Δεν μου φάνηκε καν αστείο το να βγάλω clout επειδή μου έκαναν επίθεση στην Εστία. Δε θέλω αυτοί οι τύποι να «βγάλουν κοινό» από μας. Γιατί έτσι γίνεται, αυτοί έχουν το κοινό τους, είναι αυτό που είναι και τους διαβάζει. Ήταν πολύ συνειδητή η απόφαση να μείνει στο δικό τους κύκλο αυτό το πράγμα, να μην το κάνουμε share ούτε για πλάκα, να μη τους δώσουμε views ούτε για πλάκα και να κάνουμε καλό στη δική τους προπαγάνδα κάνοντας share στις πολύ κακοποιητικές απόψεις τους. Νομίζω πως αυτά τα πρωτοσέλιδα είναι ακριβώς click baits όλα και όταν κάνεις click κερδίζουν, ακόμα και αν εσύ τους κοροϊδεύεις ο αλγόριθμος μαθαίνει το ότι αυτό είναι ένα άρθρο το οποίο πρέπει να το προωθήσει. Οπότε γιατί να κάνουμε δουλειά γι’ αυτούς;
//