Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Οι εξωγήινοι, ο Σταλόνε και τα ναρκωτικά (οικογενειακές ιστορίες)

Δέσποινα Μαυρίδου

 

«ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΤΡΙΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»

Είναι βράδυ.
Ο πατέρας μου στην κλασική του θέση στον φθαρμένο και πολύχρωμο καναπέ του σαλονιού μας. Λίγο βυθισμένο το σώμα, το δεξί χέρι ακουμπισμένο στο φαγωμένο από τη γάτα μπράτσο του καναπέ. Το βλέμμα στραμμένο στην αναμμένη τηλεόραση όπου παίζει τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου». Εγώ περίπου 10 χρόνων. Καθισμένη κάπως πιο μακριά, με τα άκρα μου βαλμένα με τον πιο παράδοξο τρόπο, μπλεγμένα σε κόμπους, ως συνήθως. Κι οι δυο παρακολουθούμε χωρίς να μιλάμε καθόλου. Εγώ θυμάμαι πως νιώθω πολύ χαρούμενη που κάθομαι με τον μπαμπά μου και βλέπουμε ταινία. Κοιτάζω την τηλεόραση, αλλά ρίχνω κλεφτές ματιές και σ’ εκείνον. Φαίνεται πως του αρέσει πολύ η ταινία, κι ας μην το δείχνει. Εγώ τον ξέρω τον μπαμπά μου και καταλαβαίνω από τις πιο μικρές, μικρούτσικες αντιδράσεις του αν κάτι του αρέσει ή όχι. Δεν θυμάμαι πολλές εντυπώσεις μου από την ταινία πέρα από τα εκτυφλωτικά φώτα μέσα από το σκοτεινό ουρανό, από ανοιχτές πόρτες, από παρμπρίζ αυτοκινήτου, από γιγαντιαία εξωγήινα διαστημόπλοια.


Κάποια στιγμή πέφτουν διαφημίσεις. Πιάνει το ποτηράκι να πιει μια μετρημένη, όπως πάντα, γουλιά από το μετρημένα κόκκινο ξηρό κρασί που είχε αφήσει στο τραπέζι σε θέση πολύ καλά μελετημένη, τέτοια που να μη βρίσκεται ούτε πολύ μακριά, ώστε να κάνει μεγάλη κίνηση για να το πιάσει, ούτε και πολύ κοντά, ώστε να υπάρχει κίνδυνος να χυθεί από κάποια βεβιασμένη κίνηση των χεριών ή των ποδιών. Εγώ πιάνω ένα χαρτί κι ένα στιλό από το τραπέζι και μουτζουρώνω μέχρι να ξαναξεκινήσει η ταινία. Οι μουτζούρες αρχίζουν να μου θυμίζουν διαστημόπλοια και κάπως τις σουλουπώνω, κάνω και αστεράκια γύρω-γύρω για να σχηματιστεί ένας ουρανός και στο τέλος έντονες διαγώνιες γραμμές που παραπέμπουν σε ακτίνες φωτός. Πάντα ρίχνω λοξές ματιές στον μπαμπά που έχει βάλει τα γυαλιά του για κοντά και κάτι διαβάζει που ήταν αφημένο στο τραπέζι. Η ταινία ξαναρχίζει.

Ο μπαμπάς ξεροβήχει και αφήνει με αργή κίνηση το σημείωμα που διάβαζε στη θέση του, σε ευθεία γραμμή με μια εφημερίδα, την οποία την ισιώνει και λίγο. Εγώ συνεχίζω τις μουτζούρες μου, παρόλο που η ταινία έχει ξεκινήσει και νιώθω πως το στιλό έχει πάρει φωτιά, δεν θέλω να σταματήσω, έχω φτιάξει κι ένα σπίτι κάτω από το διαστημόπλοιο με ανοιχτό το ένα παράθυρο και δύο μικρές φιγούρες που φαίνεται σαν να κάθονται στον καναπέ και να βλέπουν μία ταινία στην τηλεόραση.

«ΟΙ ΣΠΕΣΙΑΛΙΣΤΕΣ»

Στο σινεμά με τη μαμά και τη Bαγγελία. Ένα Σάββατο απ’ τα λίγα που πήγαμε οι τρεις μας να δούμε ταινία (θερινό). Παίζει τους «Σπεσιαλίστες» (1994). Η μαμά ψάχνει θέσεις καλές, ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά. Καθόμαστε δίπλα από ένα τραπεζάκι όπου ακουμπάει τα ποπ κορν και την τσάντα της με το χρυσό λουράκι. Θυμάται τότε που ερχόταν με τον θείο όταν ήταν μικρά και βλέπανε εδώ ταινίες εποχής με μάχες κι ο θείος ύστερα απ’ τις προβολές την κυνηγούσε να τη δείρει στα ψέματα, όπως είχε δει στις ταινίες. Εγώ την ακούω με προσοχή και γελάω, η Βαγγελία με όλη την εφηβική της αδιαφορία κοιτάζει αλλού. Κάθομαι ανάμεσα στην αδερφή μου και τη μαμά μου, για την ακρίβεια ανάμεσα στην αδερφή μου και τη μαμά μου κι ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι το πακέτο με τα Μάλμπορο λαιτς σκληρά, τα ποπ κορν και η τσάντα με το χρυσό λουράκι. Η ταινία αρχίζει κι εγώ παρατηρώ
τη Βαγγελία. Φοράει ό,τι πιο στενό έχει ραφτεί ποτέ και φαίνεται να νιώθει πολύ άνετα σ’ αυτό. Αναρωτιέμαι πώς το καταφέρνει κι εγώ νιώθω πάντα να πνίγομαι στα ρούχα μου. Σκέφτομαι πως άμα μεγαλώσω θέλω κι εγώ να ντύνομαι έτσι και να βγάζω τα φρύδια μου λοξά διαγώνια προς τα πάνω, όπως εκείνη. Στο μεταξύ, παίζει μια ερωτική σκηνή στην οθόνη. Εγώ μαζεύομαι λίγο και κοιτάζω τριγύρω αμήχανα. Δεν έχει άλλα παιδιά στην ηλικία μου. Άραγε το πρόσεξαν ότι είμαι μια μικρή σε ταινία για μεγάλους;

«ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ»

Κάθομαι στο εφηβικό κρεβάτι του πιο κλειστοφοβικού δωματίου που έχω βρεθεί ποτέ. Του δικού μου ή, για την ακρίβεια, του πρώην δωματίου της αδερφής μου, που πια ζει σε άλλο σπίτι. Απέναντί μου ένα χάος από αντικείμενα κι από κάτω θαμμένο ένα γραφείο. Στην οθόνη παίζει το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο». Αριστερά ένας κόκκινος τοίχος και δεξιά ένας πορτοκαλί. Η Βαγγελία το είχε βάψει έτσι το δωμάτιο πριν φύγει, μια Πρωτοχρονιά που αποφάσισε πως αυτό που είχε ανάγκη πιο πολύ για τον νέο χρόνο ήταν μια αλλαγή στο δωμάτιό της. Κάπου κολλημένη μια αφίσα απο το «Ρulp fiction» και στα ράφια αμέτρητα βιβλία δικά μου και δικά της αυστηρά μπερδεμένα ως προς το μέγεθος και τη θεματολογία τους. Τα ρούχα είναι πεταμένα πάνω σε μια καρέκλα η οποία καμιά φορά μες στη νύχτα μου φαίνεται σαν άνθρωπος και με τρομάζει. Αυτό το μπεζ πουλόβερ που πλαισιώνει την πλάτη της μοιάζει τρομαχτικά πολύ με μαλλιά σε στυλ πλεξούδα. Η πόρτα είναι κλειδωμένη για κάποια σοβαρή διαφωνία που είχα με τους γονείς μου, που έληξε με τη δραματική αποχώρησή μου από το σαλόνι.

Πατάω το pause και προσπαθώ ν’ ακούσω τις φωνές τους από το μέσα σπίτι. Νεκρική σιγή. Αποφασίζω να παραμείνω θυμωμένη μαζί τους, κι ας μην έχω καταλάβει ακριβώς γιατί αυτό είναι απαραίτητο. Πατάω το play κι η ταινία συνεχίζει. Ανεβάζω την ένταση για να βεβαιωθώ πως από μέσα ακούνε πως βλέπω ταινία και τους αγνοώ και περιμένω να μου χτυπήσουν την πόρτα. Στο μεταξύ συγκεντρώνομαι στην ταινία, η οποία νιώθω πως κάνει το κεφάλι μου να πάλλεται με τρόπο που με πονάει και δεν μ’ αρέσει καθόλου. Τ’ αυτιά μου βουίζουν και ξαφνικά αυτοί οι καταραμένοι τοίχοι μου φαίνεται πως παραείναι πολύχρωμοι και νιώθω πως θα πέσουν να με πλακώσουν. Πάνω στη στιγμή αυτή της παράνοιας του δωματίου μου και της πιο φρικιαστικής σκηνής της ταινίας, ακούω την αγγελική φωνή της μάνας μου (που λίγη ώρα πριν με ενοχλούσε) κι έναν χτύπο στην πόρτα. Πετάγομαι μέχρι εκεί και ξεκλειδώνω. Την κάνω μια σφιχτή αγκαλιά και το πρόσωπό μου γεμίζει δάκρυα χαράς.

Δέσποινα Μαυρίδου
Η Δέσποινα Μαυρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σκηνοθετήσει τη μικρού μήκους ταινία «Τσουλάκια» (2022).