Νιρβάνα για κινηματογραφιστές
Οι London Filmmakers’ Co-operative ξεκίνησαν το 1966 μέσα από ένα
counterculture βιβλιοπωλείο στο Charing Cross, όπου ο ποιητής Bob Cobbing και οι
σκηνοθέτες Stephen Dwoskin και Jeff Keen διοργάνωναν προβολές ταινιών.
Αρχικά εμπνευσμένο από την Avant Garde σκηνή της Νέας Υόρκης The New
American Cinema Group (ΝΥ Filmmakers’ Co-Op) των Jonas Mekas, Shirley
Clark, Stan Brakhage και Gregory Markopoulos, το London Co-op εξελίχθηκε σε
έναν πρωτοπόρο οργανισμό που ενσωμάτωσε ένα εργαστήριο κινηματογράφου,
αίθουσα και γραφείο διανομής. Στα σχεδόν 40 χρόνια λειτουργίας του έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση της ταινίας ως καλλιτεχνικής φόρμας και
συμμετείχε διαρκώς στη διεθνή κινηματογραφική σκηνή.
Βρέθηκα στο κτίριό τους στο Camden το 1990 με έναν φίλο μου από τη Σχολή, έγινα
μέλος και έκανα τα πρώτα κινηματογραφικά εργαστήρια: Κάμερα (Bolex και ARRI),
εμφάνιση, εκτύπωση και μοντάζ ασπρόμαυρου 8 mm και 16 mm. Πολλά από
αυτά τα έκανε η Lis Rhodes. Τα νεότερα μέλη μάθαιναν από τους παλαιότερους.
Την πρώτη Τρίτη κάθε μήνα γίνονταν προβολές των ταινιών μικρού μήκους όλων
των μελών που είχαν κάτι καινούργιο να δείξουν. Το πρόγραμμα συμπλήρωναν
ταινίες παλιότερων μελών, όπως η Sally Potter, η Sandra Lahire και οι καθηγητές
μου στο πανεπιστήμιο William Raban και Malcolm Le Grice. Αυτές οι προβολές
είχαν κάτι πολύ απελευθερωτικό, πέρα από τις συζητήσεις με πολύ αλκοόλ που
ακολουθούσαν. Ήταν σαν όλοι να προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ξανά το σινεμά.
Να το πιάσουν από την αρχή!
Η αίθουσα του σινεμά την ημέρα λειτουργούσε ως στούντιο, είχε φώτα και κάποια
props που άφηναν τα μέλη. Δίπλα υπήρχαν δωμάτια με Steenbecks, εκτυπωτές
και εμφανιστήρια φιλμ. Μπορούσες να δανειστείς τις κάμερες που είχες διδαχθεί
από το εργαστήριο. Να εμφανίσεις και να τυπώσεις το δικό σου φιλμ. Στα γραφεία
παντού υπήρχαν φιλμ. Μια Νιρβάνα για κινηματογραφιστές.
Οι δύο Avant Garde
Πειραματισμός, Avant Garde ή μάλλον, όπως παρατήρησε πρώτος ο θεωρητικός
Peter Wollen, οι δύο Avant Garde. Δημιουργοί όπως ο μέντορας μου Malcolm
Le Grice από τη κοοπερατίβα του Λονδίνου δεν παραδέχονταν τον Γκοντάρ και
τη Νουόβ Βαγκ ως Avant Garde. Αλλά και αντίστοιχα ο Γκοντάρ έγραψε ότι οι
κοοπερατίβες είναι προσκολλημένες στην μπουρζουαζία των Καλών Τεχνών.
Αργότερα ανακάλυψα ότι στις 26 ώρες φιλμ του «Heimat 2» (1992) ο Edgar Reitz
τελικά μπόρεσε και χώρεσε τις δύο Avant Garde να συνυπάρξουν σε μία ταινία.
Το έκανε εντάσσοντας από τις experimental ταινίες μικρού μήκους του από τα
’60s (με την atonal μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη) έως τις ταινίες που σκηνοθέτησε
ένας από τους πρωταγωνιστές του. Έτσι, σε ένα φιλμ συνυπάρχουν και
οι δύο Avant Garde!
Στο μάθημα του πανεπιστημίου experimental filmmaking με καθηγητή τον Malcolm
Le Grice, όπου χωριστήκαμε σε ομάδες για να κάνουμε από μια ταινία, είδαμε ξανά
τις μικρού μήκους ταινίες του Edgar Reitz και όλες του Malcolm. Συζητώντας για
το τι θα κάνουμε, πέντε φιλόδοξοι σκηνοθέτες σε μία ταινία δεν βγάλαμε άκρη.
Έτσι, αρχίσαμε να φλυαρούμε για το πού θα περάσουμε τις διακοπές του Πάσχα,
που έκοβαν το εξάμηνο στη μέση. Θα ήμασταν και οι πέντε σε πέντε διαφορετικές
χώρες. Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία, Νορβηγία και Αγγλία.
Έτσι, κάναμε τη πιο απλή, αλλά και πιο αξέχαστη ταινία. Μια γυναίκα έβγαινε από
το σπίτι της και έμπαινε σε ένα αυτοκίνητο (Αγγλία). Ξεκινούσε το αυτοκίνητο (Ισπανία), κοιτούσε μπροστά ενώ οδηγούσε (Νορβηγία), υποκειμενικό του δρόμου (Γερμανία), κοντινό της γυναίκας (Ελλάδα) κ.ο.κ. Επειδή δεν προλάβαμε να κάνουμε μουσική ή sound design, παρουσιάσαμε την ταινία απαγγέλλοντας όλοι μαζί ένα ποίημα live - ο καθένας μας μεταφρασμένο στη μητρική του γλώσσα. Με climax το γρήγορο μοντάζ, όπου δεν καταλάβαινες πλέον ότι παρακολουθούσες πέντε γυναίκες σε πέντε χώρες και, φυσικά, δεν καταλάβαινες τίποτα από τις πέντε φάλτσες φωνές μας να απαγγέλουν σε πέντε διαφορετικές γλώσσες. Μαγεία! Θυμάμαι να βλέπω τον Malcolm να μας κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, κάτι που πάντα ήταν καλό σημάδι. Σε μια συνάντηση για τη διπλωματική μου το 1994, ο Edgar Reitz μού είπε ότι η Avant Garde έκανε λάθος που έτρεξε τόσο γρήγορα, με τόσο ιλιγγιώδη ταχύτητα. Χρειάζεται, μου είπε, να την επιβραδύνουμε, να ελαττώσουμε την ταχύτητα της Avant Garde («slow down the Avant Garde»), για να την καταλάβει και να την αγαπήσει περισσότερος κόσμος. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 2013, ο Γερμανός μάστερ ήταν στο Τορόντο για να παρουσιάσει άλλο ένα Heimat («Home from Ηome») κι εγώ για την παγκόσμια πρεμιέρα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας μου («Wild Duck»). Και οι δύο ταινίες αρχίζουν με έναν νέο άντρα να βγάζει μια μεγάλη κραυγή μόνος του στη φύση. «Τυχαίο;», τον ρωτάω. «Όχι», μου λέει. Βέβαια, ήταν improvisation του ηθοποιού και στις δύο περιπτώσεις. Κι αυτό καθόλου τυχαίο! Μου είπε επίσης ότι αυτό που χαίρεται περισσότερο είναι οι έρωτες, οι γάμοι και τα παιδιά που γεννιούνται εξαιτίας των ταινιών του. Οι κινηματογραφικές λέσχες παίζουν τις πολύωρες ταινίες του Edgar Reitz σε έξι-επτά εβδομάδες. Έτσι, μέσα σε αυτές τις προβολές, στην πρώτη ανταλλάσσουν ματιές, τη δεύτερη εβδομάδα χαιρετιούνται και από την τρίτη-τέταρτη και μετά ίσως βγαίνουν για ποτό και μετά ραντεβού. Γίνονται εραστές και κάποιοι τον κάλεσαν στους γάμους και στα βαφτίσια των παιδιών τους. Ο Edgar Reitz έκανε το «Longest Film on Earth», για το οποίο έκανα τη διπλωματική μου. Πώς κατέληξα να αγαπώ και να υπηρετώ για χρόνια τις μικρού μήκους σε όλους του ρόλους, ένας Θεός ξέρει. Σίγουρα έχει να κάνει, από τη μια, με το φρέσκο μυαλό, την αμεσότητα στην κατασκευή και τον αυθορμητισμό που βγάζουμε πιο εύκολα στις μικρού μήκους. Και, από την άλλη, με τον πειραματισμό και την Avant Garde, αφού σχεδόν όλα της τα αριστουργήματα, των Co-op, είναι μικρού μήκους. ■
είναι σκηνοθέτης των ταινιών «Wild
Duck», «Amerika Square», «Truth»
κ.ά. και καλλιτεχνικός διευθυντής του
Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας.
-
Στη φωτογραφία
μαζί με τον Edgar Reitz
στο Τορόντο