Η καταγραφή των άφωνων εξομολογήσεων
Σε πολλές ταινίες που αγαπώ υπάρχουν σκηνές όπου η πιο σημαντική εξομολόγηση του κεντρικού χαρακτήρα δεν ακούγεται ποτέ. Η κάμερα απομακρύνεται από τον ήρωα τη στιγμή της εξομολόγησης του και τον εγκαταλείπει στη συναισθηματική ερημιά του. Εμάς πάλι μας αφήνει να μετεωριζόμαστε για χρόνια πάνω στο τι μπορεί να είπε και δε μπορέσαμε να μάθουμε. Εδώ, επιχείρησα να κάνω μια φαντασιακή καταγραφή των άφωνων εξομολογήσεων σε τρεις σκηνές από τρεις αγαπημένες μου ταινίες.
Η πρώτη από το “Λόρενς για Πάντα” του Ξαβιέ Ντολάν είναι η σκηνή του coming out του Λορένς Αλιά στην σύντροφο του, ενώ βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Η δεύτερη από την “Ερωτική Επιθυμία” του Γουόνγκ Καρ Γουάι είναι η σκηνή της εκμυστήρευσης του ήσυχου πάθους του κυρίου Τσόου για την κυρία Τσαν στην τρύπα ενός βράχου. Η τρίτη από το “Χαμένοι στη Μετάφραση” της Σοφία Κόπολα είναι το τι θα μπορούσε να ψιθυρίζει ο Μπόμπ στο αυτί της Σάρλοτ πριν την αφήσει να περιπλανιέται μόνη και συντετριμμένη στο πολύβουο Τόκιο.
Λόρενς για Πάντα
Καμιά φορά, όταν είσαι στη δουλειά, φοράω τα σκουλαρίκια σου ή τα κολιέ σου και μου βαραίνουν τόσο πολύ το κεφάλι που νομίζω πως θα κοπεί. Καμιά φορά, όταν κοιμάσαι, φοράω τα βραχιόλια σου και στα χέρια μου ανοίγουν πληγές. Δεν είμαι εγώ αυτό το κεφάλι. Τα χέρια αυτά, οι σκληρές τους φλέβες, το στέρνο, οι κλήδες, τα άχρωμα χείλη, δεν είμαι εγώ. Στα όνειρα μου δεν έχω σώμα. Είμαι μέλη διάσπαρτα και σκορπισμένα, ένα βυζί, ένας όρχις, μια κνήμη, ένα εφηβαίο, δυό χέρια που ακρωτηριασμένα με πλησιάζουν και τυλίγονται γύρω από το λαιμό μου. Στα όνειρα μου είμαι η γύμνια. Κάθε φορά που ξυπνάω, μιμούμαι κάποιον που ξυπνάει γαλήνια, κάποιον που μπορεί κι ανασαίνει, κι ας νιώθω σαν να 'μαι παγιδευμένος σε ένα ασανσέρ ανάμεσα σε δύο ορόφους, μιας πολυκατοικίας παλιάς, άδειας, τρομακτικής, που ποτέ δε θα επισκεπτόμουν. Θέλω να ουρλιάξω μήπως με ακούσει κάποιος και με βγάλει από εκεί. Όταν ξυπνάω όμως δεν έχω φωνή. Η φωνή μου που σου μιλάει δεν είναι δική μου. Είναι η φωνή που δανείστηκα από κάποιον που έχει παρόμοια όψη και σπίτι και δουλειά και φίλους και όνομα. Στα όνειρα μου έχω άλλο όνομα. Με λένε Ζουντίτ, με λένε Ζυλιέτ, Κλαιρ, Ντελφίν. Και στα όνειρά μου μου μ'αρέσει το όνομα μου. Τα πρωινά - έξω απ'τον ύπνο- δεν έχω όνομα, γυρνάω μόνο όταν με λες αγάπη μου, αυτό είναι το όνομα μου. Όλες τις άλλες ώρες είμαι ο Λώρενς ή η Λώρενς. Όλες τις άλλες ώρες είμαι η σιωπή και χαμηλώνω τα μάτια μου κι εξαφανίζομαι μές στα φανταχτερά φορέματα που δε φόρεσα ακόμα.
Ερωτική Επιθυμία
Όλα ξεκίνησαν σε μια ξαφνική μπόρα. Απέναντι διαμερίσματα. Κοινή κουζίνα. Οι άλλοι απουσίαζαν. Εκείνη κι εγώ στο στενό διάδρομο. Την έλεγαν Κυρία Τσαν. Ακόμη τη λένε, οι άλλοι. Αγόραζε Νουντλς από ένα υπόγειο εστιατόριο. Είχε κουφόβραση κάθε βράδυ. Απ’το απόγευμα κι ύστερα, δύσκολα ανασαίνεις στο Χονγκ Κονγκ. Κατέβαινε τα σκαλιά και χανόταν μες στους ατμούς. Φορούσε πλουμιστά φορέματα με σφιχτό λαιμό. Τα ευγονικά της πέλματα κρύβονταν μέσα στις γόβες. Ήμασταν μόνοι εγώ και η Κυρία Τσαν. Σε μοναξιά γλυκιά ενωμένοι. “Ίσως είν’ ο Παράδεισος μελαχρινό τοπίο” διάβασα κάπου σε μια φτηνή μετάφραση. Όλα ξεκίνησαν σε μια ξαφνική μπόρα. Την έλεγαν κυρία Τσαν. Δεν πήγαμε ποτέ στο σινεμά. Πήγαμε κάποτε για φαγητό. Εκείνη παρήγγειλε ό,τι η γυναίκα μου, εγώ παρήγγειλα ό,τι κι ο άνδρας της. Δεν είπαμε πολλά. Κοιμηθήκαμε χώρια εκείνο το βράδυ. Και το επόμενο. Και το επόμενο. Το μαξιλάρι μου δεν απέκτησε ποτέ το σχήμα του κεφαλιού της. Χάσκει ακόμα αναμένοντας να συντριβεί η καλοσχηματισμένη όψη του. Ίσως έρθει να με βρει στο Βιετνάμ. Ίσως και όχι. Έμαθα πως έκανε παιδί. Θα θελα τόσο να μου μοιάζει. Λίγο δύσκολο θα μου πεις αφού δεν κάναμε έρωτα ποτέ. Την έλεγαν κυρία Τσαν. Ακόμη τη λένε. Αν μιλούσαμε. Ίσως. Ίσως να μου μοιαζε το παιδί της. Πως υποφέραμε τη σιωπή μας μέσα στους ιδρωμένους τοίχους; Αν μιλούσαμε, ίσως. Οι άλλοι απουσίαζαν. Τώρα μπορεί να περπατούσαμε στο μώλο του Μακάο. Θα φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου. Κι όταν θα τα βγαζε, τα μάτια της θα αρπάζανε φωτιά. Τις νύχτες θα χορεύαμε τσα-τσα σε κάποιο καλόφημο κλαμπ του Βαν Τσαϊ. Ίσως Κάποια φορά να έπινε λιγάκι παραπάνω και να γυρνούσαμε στο σπίτι με τα πόδια. Θα κρατούσα στα χέρια τα τακούνια της κι εκείνη θα περπατούσε ξυπόλυτη. Άνθιζαν λουλούδια στα φορέματα της. Ταξίδευαν καϊκια. Ένα να παίρναμε να φύγουμε όσο ήταν καιρός ακόμη. Όλα ξεκίνησαν σε μια ξαφνική μπόρα. Έπειτα εκείνη χάθηκε κι έκτοτε ένα βουβό καλοκαίρι σαλεύει μέσα μου, μες στην καρδιά του άκαρδου φθινοπώρου.
Χαμένοι στη Μετάφραση
(Θα μπορούσε να της έλεγε) “Κράτα με σφιχτά για να μη σπάσω σε χίλια κομμάτια’’ ή ‘’Δεν υπάρχει γλώσσα να μιλήσω για να σου πω πως νιώθω για σένα’’ ή ‘’μου συνέβεις” ή “μου ‘ρθε μετωπική με νταλίκα” ή “πως θα μάθω να ανασαίνω πια χωρίς εσένα” ή “εγω εσένα σε έχω μεθυσμένο καραόκε, άδειους δρόμους τα μεσάνυχτα, εσένα σ’έχω στάλες βροχής κάτω απο διάφανη ομπρέλα” ή ”έλα να φύγουμε απ’την πόλη, απ’τη χώρα, απ’το ηλιακό μας σύστημα, εγώ κι εσύ μόνοι στο Α του Κενταύρου” ή “άσε τον άλλον κι έλα σε μένα”- Βασίλης Καρράς με ΝεοΥορκέζικο accent, ή “μίλησε μου, μίλησε μου, δε σε φίλησα ποτέ μου - ο φτωχός” ή “μη φύγεις” ή “μη φύγω “ή “μη σ’αφήσεις να μ’αφήσεις να σου φύγω” ή “μπαίνω στο ταξί, θα κάνουμε τον κύκλο και θα σε συνατήσουμε στο τέλος του δρόμου. Μέχρι να φτάσεις εκεί, σκέψου το.“ ή κάτι που έμαθε στο Γιαπωνέζικα μόνο για να της το πει κι εκείνη να μην το καταλάβει ποτέ ή “we ‘ll always have Tokyo - και τέτοια κλισέ” ή “Θα σε βρω στις ανθισμένες αμυγδαλιές” ή “είμαι δικός σου” ή “συγγνώμη” ‘η “θέλω τόσο πολύ να γαμηθούμε” ή «ντρέπομαι τόσο να σου πω σ’αγαπω από τώρα, μα ντρέπομαι πιο πολύ να μη σ’το πω, εδώ που φτάσαμε» ή, ή, ή, ή, ή, ή, ή, ή, ή.
