Για κάτι που δεν έχει ακόμα δόκιμο όρο στη γλώσσα που μιλάμε
[https://lexilogia.gr/forum/showthread.php?10202-writer-s-block-δημιουργικό-αδιέξοδο-κν-στέρεμα-ιδεών-μπλοκάρισμα]
Ψάχνεις έναν τρόπο να μπεις. Να σπάσεις έναν τοίχο και να μπεις. Ας πούμε: ψάχνεις μια ρωγμή να χώσεις τα νύχια σου να σκάψεις (πήγα πάλι να γράφω: «ψάξεις») και ρωγμή δεν βρίσκεις, με την καμία. Είν’ ο τοίχος λείος. Το στερεότυπο τον θέλει και λευκό, κι ας πούμε -υπακούοντας το στέρεο του τύπου κι εξηγώντας- άγραφο. Σου θυμίζει τη στιγμή που μένεις μόνος μ’ έναν φίλο κι ένα κομμάτι μέσα σου ψάχνει εναγωνίως να βρει θέμα ν’ αναπτύξει. (Λες και ήδη δεν τρέχουν χιλιαδυό). Ψάχνεις μια ρωγμή ν’ αρχίσει μια ιστορία. (Λες και δεν είναι ανοιγμένες ήδη χίλιες). Unscripted situation. Ή, τέλος πάντων, εσύ έτσι το βλέπεις. Σαν να λείπουν απ’ αυτή την τυχαία συνεύρεση τα λόγια κι ο σκοπός. Που θα επιβεβαιώσουν τον λόγο και τον σκοπό που υπάρχεις. Ας πούμε, υπακούοντας ξανά στο στέρεο του τύπου (δεν είναι κακό να εξηγείς!) - αμηχανία.
[εδώ σίγουρα θέλει τυπογραφικό κενό –το ελάχιστο 5 γραμμές]
[ας πούμε τόσο]
Κι ύστερα, απ’ τον πολύ συγχρωτισμό μ’ αυτό τον λείο τοίχο, κι απ’ την πολλή πάλη, πιάνεις ν’ αρχίζεις να γίνεσαι ίδιος μ’ αυτόν - λείος (πολύ βασικός τρόπος ανθρώπινης άμυνας η μίμηση του εχθρού, λέει ένα σοφό βιβλίο). Και περίκλειστος. Γιατί η μάχη η έξω συστρέφεται ξαφνικά και χώνεται όλη μέσα. Και γύρω σου μια κρούστα λεία και λευκή - κουκούλι. Περίκλειστος και μέσα σου να γίνεται σφαγή. Μέσα πολλή ζέστη - απ’ την πολλή την εγκεφαλική τη δραστηριότητα, καίει. Κι έξω κουκούλι πάγου - από του σώματος την απραξία. Ο θερμοστάτης τα ’φτυσε. Δεν έχει θερμοκρασίες ανάμεικτες εδώ, έχει μόνο ακραίες. Εδώ, από μέσα κάνει ζέστη του σκασμού κι απ’ έξω μπάζει κρύο. Όπως εκείνος ο άτυχος συγγραφέας στη «Λάμψη», που απ’ την πολλή τελμάτωση, άλλοτε καψαλιζόταν απ’ τις φωτιές στα πελώρια τζάκια, κι έκαιγε τα συκώτια του στα ξύδια, κι άλλοτε πάγωνε - κολώνα. (Και στον Μπάρτον Φινκ είχε φωτιές, πολλές.) Γενικά εκεί όλα είναι σε πληθώρα. Αν είναι να τρέξει αίμα, θα γίνει πλημμύρα, κόκκινη. Αν είναι ν’ ανάψει μια φωτιά, θα καεί ο διάδρομος, απ’ άκρη σ’ άκρη. Αν είναι να γράψεις μια αράδα στη γραφομηχανή, θα την ξαναγράψεις αυτούσια άλλες χίλιες. Γιατί η τάση της μάζας (λέει ένα άλλο σοφό βιβλίο) είναι να πολλαπλασιάζεται και να αυξάνει. Σαν τα κύτταρα τα κακά που γεννάν και συσσωρεύονται και γεννάν πάλι. Με πεντέξι θαρραλέους συλλογισμούς αυτή η τελμάτωση μπορεί να βρεθεί ξαφνικά συνώνυμη με την αλαζονεία. Τίποτα εκεί έξω δεν είναι άξιο να καθρεφτίσει Εμέ. Κι ας είναι χίλια. [Εδώ κενό εσωτερικό, αμηχανίας] Αυτοί οι άτυχοι επηρμένοι συγγραφείς ζούνε πάντα σε ξενοδοχεία πελώρια. Κελύφη. Που σπάνε πολύ δύσκολα. Θέλουν τσεκούρι. Κι ενίοτε οι άτυχοι πάνε και χάνονται μέσα σε κάτι λαβύρινθους αδιέξοδους, είτε αληθινούς είτε λαβύρινθους μινιόν. Που έχουν φυσικά άπειρους διάδρομους, που όλοι πέφτουνε πάνω σε τοίχους. Πρώτα σε τοίχους πράσινους κι ύστερα άσπρους και λείους, απ’ το χιόνι.
[κι εδώ κενό. μικρό. μικρότερο]
Βέβαια, με μια πιο ψύχραιμη θεώρηση, πιο νερωμένη, το τέλμα αυτό είναι μόνο μια στάση του μυαλού, απαραίτητη. Την ώρα που χωνεύει χιλιαδυό και κυοφορεί άλλα τόσα. Θέλει κι αυτό να μείνει λίγη ώρα έτσι άπραγο, να πάρει μια απόσταση, προτού γεννήσει. Με τον δικό του τον ρυθμό. Που ώρες-ώρες σε τρομάζει. Γιατί η ταχύτητά του είναι τόσο αργή, που μοιάζει με νεκρική ακαμψία.
[μικρό κενό. το πιο μικρό]
Και πάντως, όσο κι αν διαρκεί -είτε οι κρίσεις του τέλματος κρατάνε δύο λεπτά είτε έξι χρόνια- εσύ είσαι πάντα σίγουρος πως θα ’ναι για πάντα έτσι. Πως πάει στέρεψες δεν έχεις άλλο να δώσεις. Είναι ένα αίσθημα διαρκές κι ατέλειωτο. Γιατί εσύ αυτό πιστεύεις: θα κρατήσει για πάντα ο εγκλωβισμός, και η αμηχανία. Ίσως γι’ αυτό να είναι τόσο εθιστικό - το στέρεμα, ας πούμε. Γιατί μοιάζει τόσο πολύ με κάτι άλλα «για πάντα» - πολύ πιο ευφρόσυνα. Άσε που είναι και εξαιρετική πρόβα θανάτου. Πολύ χρήσιμη.