Της Ασπασίας Λυκουργιώτη
Τα κινηματογραφικά τοπία του Ρόι Άντερσον θυμίζουν τις κυβιστικές αποτυπώσεις στο κλασικό «Playtime» του Ζακ Τατί. Στο στόχαστρο της κάμερας βρίσκεται πάντα ο σύγχρονος κόσμος. Είναι όλα μοντέρνα, τετράγωνα, άψογα και πρακτικά σχεδιασμένα. Σε αντίθεση, όμως, με αυτό που συμβαίνει στις ταινίες του Τατί, ο Άντερσον νετάρει στην ακινησία και όχι την κίνηση του σύγχρονου κόσμου. Τη μοναξιά, τη σιωπή του ανθρώπου μέσα στους τεράστιους τετράγωνους άδειους χώρους. Οικοδομικά τετράγωνα, πολυκατοικίες, διαμερίσματα, ασανσέρ, πλατείες, καταστήματα μοιάζουν βγαλμένα από μια «γκρι» κυβιστική περίοδο, μεταφέροντας μια βαθύτερη ψυχολογική θερμοκρασία που συνδέεται με την πραγματική θερμοκρασία της Σουηδίας. Όσο γι’ αυτήν, την πραγματική θερμοκρασία του σκανδιναβικού τοπίου, τη θερμοκρασία του Βορρά, δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε πολλά. Ο σκηνοθέτης μάς απαλλάσσει από τον κόπο να παίξουμε σε κάποιο παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας ή να μπούμε σε κάποια αμερικανική συσκευή εξομοίωσης για να την αντιληφθούμε. Αρκεί ένα συνωμοτικό βλέμμα που κάποιος ηθοποιός θα ρίξει σε κάποιον άλλον και είμαστε όλοι ενήμεροι. Μέσα σε αυτόν τον «άψογο», «τέλεια» σχεδιασμένο καπιταλιστικό κόσμο με τα τεχνολογικά του επιτεύγματα -μοιάζει να μας λέει- εμείς απλώς κρυώνουμε. Κρυώνουμε και δουλεύουμε ή κρυώνουμε και είμαστε μπεκετικά μόνοι, χωρίς συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης.
Όπως και ο Φιλανδός Άκι Καουρισμάκι, έτσι και αυτός καταφέρνει να ειρωνευτεί τη δυτική ευτυχία μέσα από τη σιωπή και την ακινησία των προσώπων, καταδεικνύοντας απλά την τραγική όσο και κωμική τους συναίνεση. Για ποιον λόγο ζουν; Για ποιον λόγο ζουν εδώ; Για ποιον λόγο δουλεύουν; Το χιούμορ του είναι αιχμηρό, ψύχραιμο, γλυκόπικρο, εθιστικό. Η απουσία της αγάπης στο έργο του ισχυροποιεί τόσο έντονα τη σημασία της, όσο και τη συχνά εναλλακτική παρουσία της, ως αλληλεγγύη. Ο Άντερσον δεν ενδιαφέρεται να μεταφέρει ευτυχισμένες οικογένειες και λαμπερά ευτυχισμένα ζευγάρια, αλλά να μας μεταφέρει τη φυσική ή υπαρξιακή μοναξιά. Η κάμερα δεν κινείται επιδερμικά, αλλά υποδόρια, πίσω από τους μεγάλους τσιμεντένιους τοίχους του άψογου μοντέρνου καπιταλιστικού τοπίου, για να δει πίσω από αυτούς το κενό. Την εργαλειοποίηση του ανθρώπου και την αγάπη σαν μια πολύτιμη μαρμαρυγή που τρεμοπαίζει.
Κι όμως, στον φαινομενικό πεσιμισμό ή τον μηδενισμό ή την απαισιοδοξία του έγκειται η ομορφιά και η σημασία του έργου του· γιατί ο Άντερσον καταδεικνύει και απενοχοποιεί έτσι τη δυστυχία. Αυτήν την απλή καθημερινή δυστυχία, που δεν αναπαρίσταται συχνά κινηματογραφικά, καθώς δεν είναι ούτε ηρωική ούτε αξιοζήλευτη, και η αναπαράστασή της έχει αναπόφευκτα πολιτικό πρόσημο. Το έργο του μπορεί να μη μας δώσει μια χολιγουντιανή πρόσκαιρη ευτυχία φαντασιακής πραγμάτωσης ενός κενού αμερικανικού ονείρου, ούτε καν μια πιο ευρωπαϊκή, πάλι αστική, ευτυχία, αλλά θα μας κάνει σίγουρα να νιώσουμε καλύτερα, ζώντας μέσα στον σύγχρονο κόσμο, καθώς είναι μια βαθύτερη, ουσιαστική χειρονομία αγάπης απέναντι στον άνθρωπο και την πραγματικότητα που παραβλέπει, που δεν αντέχει να βλέπει και που, όμως, τώρα θα δει, με το φίλτρο ενός οξυδερκούς σουηδικού φλέγματος, επιτυγχάνοντας μια βαθύτερη συμφιλίωση, αυτοεκτίμηση και ψυχική ηρεμία.