Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

κεν λοουτς εργατικη ταξη δυστυχως απουσιαζατε

Ο Κεν Λόουτς και πώς η εργατική τάξη πηγαίνει στον «παράδεισο»

Της Ασπασίας Λυκουργιώτη

 

Ξέρουμε σήμερα πως η εργατική τάξη δεν πάει αυτομάτως, και ως τέτοια, στον παράδεισο, πως πιθανότερο είναι να πνιγεί σε ένα ποτήρι αφρισμένη μπίρα, παρά να πετάξει για τον ουρανό, πως το ποδόσφαιρο και οι λοιπές λαϊκές εκτονώσεις έχουν μετατραπεί σε όργανα αγοραίας χειραγώγησης και μαζικού θεάματος, πως οι οπαδικές συσπειρώσεις φλερτάρουν περισσότερο με τον φασισμό παρά με την ανθρώπινη αλληλεγγύη, πως τα συνδικάτα επωάζουν σήμερα περισσότερο την εξατομίκευση παρά την κοινωνική αυτο-οργάνωση, όπως άλλωστε και η πυρηνική οικογένεια. Παρ’ όλα αυτά, δεν γίνεται να μη συγκινούμαστε βαθιά με τον Κεν Λόουτς, ακόμα και όταν εναποθέτει πάνω στην εργατική τάξη μια οραματική ελπίδα και ομορφιά. Πόσο παρήγορο είναι για εμάς να φανταζόμαστε πως είναι ακόμα τίμιο και ζωντανό αυτό το μπουλούκι της ανθρώπινης συμμορίας, που σαν παιδικός υπερήρωας θα επιστρέψει για να πάρει εκδίκηση στο όνομα των ονείρων μας; Μια ζωντανή φαντασίωση ικανή να μας λυτρώσει από την απόγνωση της καθημερινής μας μελαγχολίας. 


Κι όμως, από την άλλη, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι ψεύτικο στον βαθμό που υπάρχουν ακόμα οι «φαεινές» εξαιρέσεις. Η αγάπη του Κεν Λόουτς για την εργατική τάξη δεν φαίνεται μόνο μέσα από την επιλογή των σεναρίων του, που σκοπεύουν στην ανάδειξη της αποσιωπημένης από τα μέσα αληθινής της ζωής, της ιδεολογίας της, των καθημερινών και πολιτικών αγώνων της, αλλά και από τον τρόπο της κινηματογράφησής της, την επιλογή, δηλαδή, των ανθρώπων-ηθοποιών και την τοποθέτησή τους απέναντι στην κάμερα. Ο σκηνοθέτης, μέλος ενός κινηματογραφικού-πολιτικού ρεαλιστικού κινήματος των δεκαετιών ’50-’60 στην Αγγλία, κατέχει τη μοντέρνα τεχνική και το ένστικτο που χρειάζεται για να ανάγει το ιδεολογικό και αφηγηματικό περιεχόμενο των ταινιών του σε αισθητική εμπειρία. Ένας οδηγός λεωφορείου και μια μετανάστρια που χορεύει στον δρόμο, ένας σιδηροδρομικός εργάτης, ένας αγρότης, ένα μικρό παιδί, ένας ηλικιωμένος και ένας ανάπηρος γίνονται μέσα από τη φωτογραφία του ως οι μόνοι πραγματικοί υπερήρωες, φέρνοντας την τέχνη του κοντά στα μεγάλα ονόματα της κλασικής λογοτεχνίας χωρίς ποτέ να θέλει -όπως και πολλά από αυτά- να γίνει τίτλος διακοσμητικού αφιερώματος που θα κοσμεί τα αστικά σαλόνια του μέλλοντος, αλλά, αντίθετα, να πυροδοτεί ξανά και ξανά την καθημερινή μας αντίσταση, ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή μας. 


Και πράγματι, πάνω από πέντε δεκαετίες τώρα, το έργο του φέρει τον αέρα της εκάστοτε πολιτικής επικαιρότητας και καταφέρνει να γίνεται ενοχλητικό για τους ιθύνοντες και την αντιδραστική κριτική. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργατών, των γυναικών, των μεταναστών, οι δίκαιοι και οι άδικοι πόλεμοι βρίσκονται στο επίκεντρο της κινηματογραφικής του εμπειρίας και δεν αφήνουν ποτέ ανεπηρέαστο το κοινό του. Το 1966, π.χ., με το «Cathy Come Home», εκκίνησε μια τεράστια πολιτική συζήτηση για τα προβλήματα στέγασης που αντιμετώπιζε τότε η εργατική τάξη στο Λονδίνο, και παρόμοια συνεχίζει μέχρι σήμερα, προβληματίζοντας έντονα την ακαδημαϊκή κριτική για το αν η τέχνη μπορεί να εμπνεύσει την κινηματική δράση, κάτι που γι’ αυτόν -καθώς έχει αφιερώσει τη ζωή του σ’ αυτό- μοιάζει να είναι απαντημένο, όπως άλλωστε και για τους συντηρητικούς που λογόκριναν το έργο του πάλι και πάλι μέσα στα χρόνια και σταμάτησαν πολλές προβολές του, καθώς γνωρίζουν πως η εργατική τάξη δεν πηγαίνει αυτομάτως «στον παράδεισο», αλλά περνάει πρώτα απ’ τον κινηματογράφο.

 

Cinematek T. 8