Η Cinematek παρουσιάζει τις ταινίες που άφησαν το σημάδι τους στις ελληνικες αίθουσες το 2019
(με αλφαβητική σειρά)
Τα Άγρια Αγόρια, του Μπερτράν Μαντικό
«Ο Μαντικό δημιουργεί το δικό του αφηρημένο, αντισυμβατικό και σχεδόν σουρεαλιστικό σύμπαν. Χρησιμοποιώντας ένα πλήρως γυναικείο καστ για τους ρόλους των έφηβων αγοριών, ο Μαντικό, ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο, θέτει απευθείας το ζήτημα των επιβεβλημένων περιορισμών στα φύλα. Θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα επιχειρήματα του, τα αγόρια διαπράττουν ένα έγκλημα ως απόρροια των φυσικών τους ορμών και, παραδόξως, καταδικάζονται σε εξορία σε έναν ηδονιστικό παράδεισο προκειμένου να αναμορφωθούν. Οι συνεχείς αντιφάσεις της ιστορίας μαζί με τη μη-γραμμική, σχεδόν λυρική αφήγηση δημιουργούν μια ταινία που είναι ελκυστικά βλάσφημη όσον αφορά την πολιτική ορθότητα σε ζητήματα φύλου, και είναι έτοιμη να κατεδαφίσει όλον τον μικροαστικό συντηρητισμό που μπορεί να έχουν οι ηρωίδες/ήρωες και οι θεατές.»
Δυστυχώς Απουσιάζατε, του Κεν Λόουτς
«Ο Κεν Λόουτς καταγράφει για ακόμα μία φορά τις αδιέξοδες και διαλυτικές για τον κοινωνικό ιστό σύγχρονες συνθήκες εργασίας, που οδηγούν την κοινωνία προς τον ολοκληρωτισμό. Η τρυφερή φροντίδα που οι ηλικιωμένοι ή οι άνθρωποι με αναπηρία δέχονται από την Άμπι ως νοσοκόμα στην ταινία είναι εφάμιλλη της φροντίδας που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δείχνει για τους θεατές του μέσα από τη δίκαιη κινηματογραφική αναπαράσταση του καθημερινού αγώνα της εργατικής τάξης. Ενός αγώνα που, όπως εύστοχα αντιλαμβάνεται και ο έφηβος Σεμπάστιαν στην ταινία, δεν αρκεί για να την κάνει να πάει στον 'παράδεισο'».
Ένας Ελέφαντας στέκεται Ακίνητος, του Χου Μπο
«Η αξιοσημείωτη σιγουριά της σκηνοθεσίας του Χου μάς προσφέρει μια αίσθηση ασταμάτητης ορμής. Είναι μια ταινία που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, σαν κυνήγι γάτας και ποντικιού μέσα στους δρόμους της πόλης. Η απειλή της βίας είναι πανταχού παρούσα, όμως, η διαπάλη προκύπτει από τους χαρακτήρες και την εκάστοτε συνθήκη, παρά από αφηγηματικά τεχνάσματα και την παραδοσιακή δραματική δομή. «Η ζωή μου είναι σαν ένας γαμημένος σκουπιδοτενεκές», αναφωνεί ένας χαρακτήρας με τυπική ωμότητα. «Μπορείς να πας όπου θέλεις», λέει ένας άλλος, «αλλά δεν θα βρεις τίποτα διαφορετικό». Πρόκειται για την περιγραφή μιας τραγωδίας· περιγραφή με την οποία το εξαιρετικό ταλέντο πίσω από αυτό το αριστούργημα φαίνεται ότι συμφωνούσε.»
Η Ευνοούμενη, του Γιώργου Λάνθιμου
«Ο Ελληνας σκηνοθέτης είναι πολύ ικανός στο να αφηγείται με καυστικό τρόπο ιστορίες για σχέσεις δυσλειτουργικές, παθητικές, αλλά ταυτόχρονα επιθετικές· σχέσεις που διψούν για εξουσία. Το «οικιακό» περιβάλλον του παλατιού είναι το τέλειο σκηνικό για το αιχμηρό χιούμορ του Λάνθιμου, δεδομένου ότι είναι ένας τόπος με παγιωμένη πατριαρχική δομή, ακόμα και όταν φαινομενικός αρχηγός του κράτους είναι μια γυναίκα. Ένας επιτυχημένος χλευασμός της βασιλικής, κληρονομικής εξουσίας μέσα από το ιδιαίτερο και πάντα απολαυστικό αποδομητικό βλέμμα του Έλληνα δημιουργού.»
Καπερναούμ, της Ναντίν Λαμπακί
«Η Ναντίν Λαμπακί στρέφει το βλέμμα της στις παραγκουπόλεις της Βηρυτού και μας αφηγείται μια συγκλονιστική ιστορία επιβίωσης με πρωταγωνιστή τον Ζέιν, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, που δεν ερωτήθηκε για τη γέννησή του. Η τραγική μοίρα του Ζέιν περιγράφεται με άριστα δουλεμένο τρόπο και παρουσιάζεται μέσα από εικόνες εξαθλίωσης φωτογραφημένες με εξαιρετική μαεστρία. Η ιστορία προσεγγίζεται ρητά με μια μανιχαϊστική ματιά, ενώ ο θεατής δεν μπορεί παρά να γοητευθεί από το μικρό παιδί-πρωταγωνιστή, καθώς και από όλα τα παιδιά της ταινίας. Εδώ, δεν μπορούν να υπάρξουν μέσες λύσεις: τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να θιγούν σε μια ταινία παρά μόνον με έναν τρόπο που αναπόφευκτα θα ραγίσει την καρδιά του θεατή.»
Παράσιτα, του Μπονγκ Τζουν Χο
«Μάλλον εξ’ αιτίας κάποιας επιλεκτικής τυφλότητας, το υπόγειο σπίτι της εργαζόμενης στη βίλα οικογένειας, που πλημμυρίζει από τα νερά των υπονόμων και κάνει τους κατοίκους του να νιώθουν αναξιοπρεπείς και ντροπιασμένοι, δεν βρίσκεται ποτέ στο οπτικό πεδίο των πλουσίων. Φυσικά, για κάτι τέτοιο φροντίζουν και οι ίδιοι οι φτωχοί, που ενώ μοιράζονται όλα τα φαντασιωσικά, ανύπαρκτα και ανόητα ακόμα προβλήματα των εργοδοτών τους, δεν τους ενοχλούν ποτέ με τη δική τους σαφώς πιο σκληρά χρωματισμένη πραγματικότητα, σεβόμενοι πάντα το κοινωνικό πρωτόκολλο που τους θέλει αόρατους, ή επιλεκτικά ορατούς, μέσα στα όρια του περιφραγμένου τους παραδείσου. Αυτή όμως τη χάρη που οι φτωχοί κάνουν στους πλούσιους (εντός και εκτός κινηματογραφικού κάδρου) και τους προστατεύουν από την αλήθεια της σκληρής τους πραγματικότητας -ελπίζοντας να τη βολέψουν τουλάχιστον οι ίδιοι- δεν την κάνει ο σκηνοθέτης στους θεατές του. Ο Μπονγκ κινεί πολιτικά και θεραπευτικά την κάμερά του και πέρα από τον φράχτη του όμορφου σπιτιού, βάζοντας τους εντελώς διαφορετικούς τόπους κατοικίας και τα προβλήματα που αυτοί συνεπάγονται να εναλλάσσονται στην οθόνη, συνθέτοντας μια σουρεαλιστική, βαθύτερα αληθινή εικόνα του κόσμου και χαρίζοντας στον τελευταίο άλλο ένα κινηματογραφικό αριστούργημα.»
Πόνος και Δόξα, του Πέδρο Αλμοδοβάρ
«Η εικοστή πρώτη ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, με τον Αντόνιο Μπαντέρας να ερμηνεύει τον ίδιο τον σκηνοθέτη, ξεχειλίζει από τα έντονα συναισθήματα που διαμόρφωσαν τη ζωή του. Συμπληρώνει, έτσι, τη μυθοπλασία του με αυτοβιογραφικές πινελιές, καθώς σκιαγραφεί τον χαρακτήρα ενός σκηνοθέτη που βρίσκεται σε κρίση - ο Αντόνιο Μπαντέρας σε αυτόν τον ρόλο δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία. Με μια γαλήνια, ήρεμη και συγκρατημένη αφήγηση, μια αφήγηση απογυμνωμένη, το πορτρέτο που σχηματίζεται διεισδύει σιγά-σιγά στην ψυχή του θεατή, ο οποίος καταλήγει να υποκύπτει σε αυτό το περίεργο και σκοτεινό ξόρκι. Το «Πόνος και Δόξα» είναι, πάνω απ’ όλα, μια ωδή ευγνωμοσύνης και αγάπης προς τον κινηματογράφο. Είναι η μεγάλη οθόνη που σώζει εκείνο το ευαίσθητο παιδί από το εχθρικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και, τελικά, θα βοηθήσει, δεκαετίες αργότερα, τον ώριμο καλλιτέχνη να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της υγείας του, των λαθών του και του χρόνου. Με αυτήν την ταινία, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ γυρίζει το δικό του '8 ½'.»
Συνώνυμα, του Ναντάβ Λαπίντ
«Η Πόλη του Φωτός, του ορθολογισμού, του διαφωτισμού, της ανεξιθρησκίας, αλλά και της παράλογης πολιτισμικής κυριαρχίας, της αποικιοκρατίας, του σκληρού ταξικού διαχωρισμού, του αδιάβλητου καπιταλισμού και του αναπόφευκτου, εν τέλει, ρατσισμού. Ο Γιοάβ κυκλοφορεί στο Παρίσι με το κίτρινο παλτό του, ανοίγει αντικανονικά τις πόρτες στους φτωχούς και μένει συχνά και ο ίδιος πίσω από κλεισμένες πόρτες να φωνάζει στη Γαλλία πως τον χρειάζεται, πως ήρθε να τη σώσει όπως τον έσωσε πρώτα αυτή. Θέλει να παλέψει ξανά για τα προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, της Κομμούνας του Παρισιού, του Μάη, να χρωματίσει υποδόρια τα νερά του ποταμού -που όλα τα ξεπλένει- με το δικό του ηρωικό αίμα. Θυμίζει, όταν εργάζεται ως μοντέλο, τον Ζαν Πιέρ Λεό στον 'Πορνογράφο' του Μπερτράν Μπονελό καθώς αντιλαμβάνεται τον αισθητικό εκφυλισμό των προταγμάτων του Μάη και φωνάζει στους μουσικούς της τοπικής κλασσικής ορχήστρας πως θα έπρεπε να μπορούν να παλέψουν για τη μουσική τους και στον Εμίλ για τις λέξεις του (...) Δεν θα μπορούσε άλλωστε ο σκηνοθέτης αυτού του δεξιοτεχνικά γραμμένου φιλμ να μην αποδώσει άλλον έναν, κριτικό, φόρο τιμής στη Νουβέλ Βαγκ και το Μάη, μετατρέποντας το προσωπικό σε πολιτικό και αντίστροφα…»
Τζόκερ, του Τοντ Φίλιπς
«Η δημιουργία του Φίλιπς και του συν-σεναριογράφου Σκοτ Σίλβερ μας δίνει μια γεύση σοκ και δέους καθώς περιπλανόμαστε συνοδεία ενός ψυχοπαθούς, προϊόν του καπιταλισμού και του συστημικού ρατσισμού. Χωρίς να παρουσιάζει έναν αντι-ήρωα, ούτε να προσφέρει κάποια αμνηστία στη βία και την κακοποίηση, αυτό που ο «Τζόκερ» κάνει εκπληκτικά καλά είναι να καταδείξει πόσο εύκολο είναι να ξεφύγουν τα πράγματα μέσα από τις ρωγμές του παρόντος και πόσο μεγάλη σημασία έχει η άσκηση της καλοσύνης του ενός προς τον άλλο.»