Μέσα από κολάζ και αντιπαραβολές, το μπουνιουελικό παράλογο και τη σεξουαλική επιθυμία, ο αμφιλεγόμενος Γιουγκοσλάβος κινηματογραφιστής απελευθέρωσε το σινεμά από κάθε καταπιεστική νόρμα. Τιμώντας τον κορυφαίο δημιουργό, το 60ό ΦΚΘ πραγματοποίησε ένα πλήρες αφιέρωμα στο έργο του Μακαβέγιεφ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο του 2019.
Του Τάσου Στεργίου
Ο αξιαγάπητος προβοκάτορας Ντούσαν Μακαβέγιεφ υπήρξε ο σκηνοθέτης που έμπλεξε με μαεστρία μια απίστευτη ποικιλία στιλιστικών μορφών, ανακατεύοντας μυθοπλαστική αφήγηση με υλικά ντοκιμαντέρ, εικόνες αρχείου, ακαδημαϊκές εισηγήσεις, αποφθέγματα και τραγούδια. Ο συνδυασμός του μπουνιουελικού του χιούμορ μαζί με την πίστη που έφερε για τη δύναμη της αντιπαραβολής, με την αναρχική του διάθεση να προκαλεί πολλαπλές και συχνά αντιφατικές απαντήσεις μέσα από το έργο του, τον έκαναν άξιο απόγονο τόσο του σουρεαλισμού όσο και του Μπρεχτ και του Αϊζενστάιν. Ωστόσο, μέσα σε αυτήν την παραγωγή πολλαπλού νοήματος μπορούμε να διακρίνουμε κάποια ισχυρά μοτίβα: την ελευθερία και τη χειραγώγηση, τις υποσχέσεις και την πραγματικότητα του κομμουνισμού, το ανθρώπινο σώμα σαν ένα ιδεολογικό πεδίο πολέμου που θα μπορούσε να μετατραπεί σε αντικείμενο αυταρχικού ελέγχου, την επιστημονική ανατομία της αυτόνομης σεξουαλικής απόλαυσης. Τα σημεία αναφοράς του ξεπερνούσαν κατά πολύ τη Γιουγκοσλαβία, αφού το στοχαστικό του βλέμμα έστηνε συγκρίσεις ανάμεσα στον Τρίτο Δρόμο του σοσιαλισμού της πατρίδας του, με αναλογίες στα σταλινικά ή μαοϊκά καθεστώτα, και τον δυτικό φιλελευθερισμό, αποδεικνύοντας ότι αυτός ο τελευταίος δεν διέφερε αρκετά από την ανατολική καταπίεση.
Ο Ντούσαν Μακάγιεφ, ο σκηνοθέτης που αγαπήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο υπέροχο «Sweet Movie», γεννήθηκε το 1932 στο Βελιγράδι. Υπήρξε μέλος του Novi Film (γνωστό και ως Μαύρο Κύμα), ενός τολμηρού κινηματογραφικού κινήματος που άνθησε στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1960. Το έργο του συνδυάζει το ερωτικό με το πολιτικό, αναφέρεται στην πολιτική της σεξουαλικότητας και αντιμετωπίζει την απελευθέρωση της λίμπιντο ως επαναστατική πράξη.
1965
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Ο Άνθρωπος δεν Είναι Πουλί» (1965), ο αντικομφορμιστής σκηνοθέτης αφηγείται την ερωτική ιστορία ενός μηχανικού και μιας κομμώτριας. Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια γιουγκοσλαβική βιομηχανική πόλη που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από όνειρο. Ο Μακαβέγιεφ σχολιάζει τη ζωή στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, απομυθοποιώντας το μοντέλο του εργάτη, αλλά και τις εναλλακτικές μορφές του. Οι δύο επόμενες ταινίες του, «Love affair, or the Case of the Missing Switchboard Operator», ένας στοχασμός πάνω στην έννοια του χρόνου και της ελευθερίας του έρωτα, και «Innocence Unprotected» -ένας τρυφερός φόρος τιμής στην ομότιτλη πρώτη ομιλούσα ταινία του γιουγκοσλάβικου σινεμά, που γυρίστηκε υπό ναζιστική κατοχή το 1941 και δεν προβλήθηκε ποτέ, αφού κατασχέθηκε από τις ναζιστικές Αρχές-, αποτελούν για τον Μακαβέγιεφ το εφαλτήριο για μια διεθνή αναγνώριση και τον καθιερώνουν ως τον κορυφαίο εκπρόσωπο του Μαύρου Κύματος.(Στους βασικούς εκπροσώπους του Μαύρου Κύματος συγκαταλέγονταν, επίσης, νέοι Γιουγκοσλάβοι σκηνοθέτες όπως οι Ζίκα Πάβλοβιτς, Σάσα Πέτροβιτς και Ζέλιμιρ Ζίλνικ. Οι ταινίες τους έρχονται σε σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και δίνουν έμφαση σε προσωπικές ιστορίες και υπαρξιακά θέματα.)
Ο Μακαβέγιεφ επιλέγει μη παραδοσιακές κινηματογραφικές φόρμες: χρησιμοποιεί τεχνική «κολάζ» για να δημιουργήσει συσχετισμούς, να ασκήσει κριτική και να σχολιάσει, καλώντας παράλληλα τον θεατή να συμμετάσχει σε μια δημιουργική συζήτηση. Βασική του αρχή ήταν το «μοντάζ των εντυπώσεων» (montage of attractions) του Σεργκέι Αϊζενστάιν: η αρχή της σύνθεσης μιας ταινίας ως ένα σύστημα αντιπαράβολών ή συγκρούσεων ανάμεσα σε διαφορετικές εικόνες, έτσι ώστε να παραχθούν νέα νοήματα. «Η αφηγηματική δομή είναι μια φυλακή -είναι παράδοση-, είναι μια επιβεβλημένη φόρμουλα», είπε κάποτε ο Μακαβέγιεφ, που ισχυριζόταν πως έγραφε το σενάριο κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Για τον ίδιο, «το σενάριο είναι μια λεκτική επίθεση στον οπτικό κόσμο. Δυνητικά, μια ταινία έχει να ασχοληθεί με ένα οπτικό σύμπαν. Όταν την εξημερώσεις περιορίζοντάς τη μέσα σε ένα σενάριο, σημαίνει πως έχεις εκατό σελίδες διαλόγων. Κάτι εντελώς αποκομμένο με όρους οπτικής».
1971
Στο «WR: Mysteries of the Organism» (1971) το ντοκιμαντέρ συναντά τη μυθοπλασία, σε μια σουρεαλιστική δημιουργία που ξεκινά ως αναφορά στο έργο του ψυχολόγου Βίλχελμ Ράιχ για να μετατραπεί σε μια ωδή στη σεξουαλική απελευθέρωση. Τα αρχικά του τίτλου αναφέρονται τόσο στον Wilhelm Reich όσο και στην Παγκόσμια Επανάσταση (World Revolution). Ο Μακαβέγιεφ χρησιμοποιούσε τον όρο «πολιτικό τσίρκο» για να χαρακτηρίσει την ταινία, η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και προκάλεσε αίσθηση - το κοινό χειροκροτούσε όρθιο επί 13 λεπτά. Η τολμηρή θεματική καθώς και η πρωτοποριακή κινηματογράφηση έκαναν διάσημο τον Μακαβέγιεφ στους κινηματογραφικούς κύκλους ολόκληρου του κόσμου, τον μετέτρεψαν όμως σε persona non grata στην πατρίδα του. Μετά την προβολή του «WR» διαγράφηκε από το ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας και αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στη Δύση. Όταν ρωτήθηκε για το φινάλε της ταινίας, αν δηλαδή συμφωνούσε ότι η αποτυχία της Μιλένα να εξανθρωπίσει τον Σοβιετικό εραστή της αποτελούσε μια προφητεία της αποτυχίας του Τρίτου Δρόμου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, απάντησε έκπληκτος πως, αντίθετα, πίστευε πάντα ότι υπάρχει ο Τρίτος Δρόμος και πως αυτός ήταν η Γιουγκοσλαβία!
1974
Κι όμως, στην πρώτη του ταινία, ως εξόριστος πια, οι προκλήσεις του πολλαπλασιάζονται. Σκηνοθετεί το «Sweet Movie» (1974) και συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι, που υπογράφει τη μουσική. Δημιουργεί μια προκλητική, θαρραλέα και εκρηκτική ταινία, που ασκεί κριτική εξίσου στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. Το «Sweet Movie» αποτελείται από δύο ιστορίες που καταλήγουν σε δύο αδιέξοδα ανάμεσα σε δύο ασύνδετους πρωταγωνιστές - τη νικήτρια ενός διαγωνισμού ομορφιάς και έναν επαναστάτη πειρατή πάνω σε ένα πλοίο με τη φιγούρα του Καρλ Μαρξ στην πλώρη. Οι ακρότητες του «Sweet Movie» ήταν σχεδιασμένες για να δοκιμάσουν τις ευαισθησίες και τα ταμπού των θεατών και η ταινία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, οδηγώντας στην απαγόρευσή της ή στη λογοκριμένη προβολή της σε αρκετές χώρες. Ο σκηνοθέτης αδυνατούσε να βρει χρηματοδότηση για τα επόμενα πρότζεκτ του: «Δεν μου επιτράπηκε να γυρίσω άλλη ταινία στη Γιουγκοσλαβία και για επτά χρόνια δεν μπορούσα να δουλέψω, αφού από το Χόλιγουντ μου ζητούσαν, κατ’ αρχάς, ένα σενάριο. Τους εξηγούσα ότι, αν έχουμε πρώτα το σενάριο, τότε δεν θα είχαν μια ταινία αυτού του είδους».
Δίδαξε Κινηματογράφο σε πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ, και επανήλθε στη σκηνοθεσία επτά χρόνια αργότερα, με την ταινία «Μοντενέγκρο: Γουρούνια και Μαργαριτάρια». Εδώ, ο Μακαβέγιεφ εξακολουθεί να εξερευνά την πολιτική της σεξουαλικότητας μέσα από την ιστορία μιας παντρεμένης Σουηδής που απελευθερώνεται σεξουαλικά μέσω της ερωτικής της επαφής με έναν Σέρβο μετανάστη. «Αρχικά», είπε ο σκηνοθέτης, «σχεδίαζα να βάλω ως ξεκίνημα το εξής κείμενο: “Αυτή η ταινία αφιερώνεται στο νέο αόρατο έθνος της Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο, των 11 εκατομμυρίων μεταναστών που μεταφέρθηκαν στον Βορρά για να εκμεταλλευτούν τους πλούσιους λαούς και να φέρουν μαζί τους απαίσιες συνήθειες, κακούς τρόπους και τη μυρωδιά του σκόρδου». Μετά τις δύο επόμενες ταινίες του, το Αυστραλιανό «The Coca-Cola Kid», μια σάτιρα για τον καπιταλισμό, και το «Manifesto» (1988), ο Μακαβέγιεφ γυρίζει το «Gorilla Bathes at Noon» (1993), όπου χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό από ένα σοβιετικό φιλμ προπαγάνδας για να αφηγηθεί την ιστορία ενός Ρώσου στρατιώτη που εγκαταλείπεται στο μετα-κομμουνιστικό Βερολίνο, όταν η μονάδα του λιποτακτεί.
1994
Η τελευταία του ταινία ήταν ένα αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ, το «Hole in the Soul» (1994), όπου αναστοχάζεται επάνω στη μοίρα της χώρας του σε σχέση με τις πρόσφατες τότε εξελίξεις του διαμελισμού της. Ίσως να ήταν ταιριαστό για εκείνον να αρχίζει να ταυτίζεται με τη χώρα του την ώρα ακριβώς που αυτή δεν υπήρχε πια, αφού ο Μακαβέγιεφ και η δουλειά του ανήκουν σε μια εξαφανισμένη περιοχή: μαζί με τη χώρα του έπαψε να υφίσταται ο τρόπος κινηματογραφίας που ο ίδιος εξάσκησε ιδιοφυώς.