Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Κυκλώνοντας τη Δράμα | DISSF 46

Κυκλώνοντας τη Δράμα | DISSF 46

Της Ασπασίας Λυκουργιώτη

 

“Κυκλώνοντας” τις ταινίες του εθνικού διαγωνιστικού του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας βρίσκει κανείς αξιοσημείωτους θεματικούς άξονες που μοιάζουν να έχουν ως κοινό τους παρονομαστή το αίτημα για ελευθερία. Ελευθερία από τους υλικούς αλλά και πνευματικούς καταναγκασμούς, τον εργασιακό αλλά και κοινωνικό μεσαίωνα.

Στο Φως εκ Φωτός  (13')- την ταινία που άνοιξε το εθνικό διαγωνιστικό των ταινιών μικρού μήκους του φεστιβάλ της Δράμας - ο Νεριτάν Ζιντζιρία μας ταξίδεψε μέσα από φωτογραφίες και ατμοσφαιρικά ασπρόμαυρα πλάνα στο Άγιο Όρος, πετυχαίνοντας να δημιουργήσει μια μυστηριακή κινηματογραφική εμπειρία. Η ανθρώπινη πλευρά του εγκλεισμού, της απομόνωσης αλλά και του βάρους των επιταγών της πίστης των μοναχών - αν και έμειναν με έναν τρόπο έξω από τον σχολιασμό του σκηνοθέτη - έμειναν από την άλλη ανοιχτά στο κριτικό βλέμμα του θεατή, που είχε τη δυνατότητα να δει μέσω της ταινίας αυτό το παράξενο φωτογραφικό αρχείο.  

Αντίστροφα στην ταινία Τείχη (12΄) του Χρήστου Σαρρή, ο εγκλεισμός γίνεται αυτό καθ' αυτό το θέμα καθώς καμιά μεταφυσική παρηγοριά δεν μπορεί να νικήσει τη θλίψη των κρατούμενων στις φυλακές της Νιγρίτας. Ο Σαρρής δεν ενδιαφέρεται για τους λόγους που οδήγησαν στην κράτηση τους τρόφιμους αλλά εστιάζει στο ίδιο το παράλογο αυτής της κράτησης και λέει με τον τρόπο του πως πρέπει να βρεθούν εναλλακτικοί μέθοδοι πειθάρχησης καθώς κανένας άνθρωπος δεν αξίζει την τιμωρία. Το υπέροχο τοπίο έξω από τη φυλακή και η εκπληκτική απαγγελία των "Τειχών" του Καβάφη από έναν Τούρκο έγκλειστο ποιητή κάνει αβάσταχτη τη συνειδητοποίηση του βασανιστηρίου στο οποίο μια ολόκληρη κοινωνία, ανώριμα, ακόμα συναινεί.

Το σαδιστικό υπόβαθρο της τιμωρίας του εγκλεισμού που απέχει πολύ απ' τον σωφρονισμό, αλλά και η αδιαφορία της κοινωνίας για τους ανθρώπους που βρέθηκαν με κάποιο τρόπο αλυσοδεμένοι, θίγεται και στην ταινία Ανορθόδοξος (23') του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου. Σε αυτήν την ταινία εποχής που διαδραματίζεται στους χρόνους του Βυζαντίου (703 μ.X.) ένας τυχαίος άνθρωπος καταδικάζεται σε υποχρεωτική προσευχή για μια ημέρα και δένεται σε έναν μεσαιωνικό κλοιό. Εξαιτίας όμως κάποιας ξαφνικής πολεμικής επιδρομής, που πιθανά σκότωσε τους ελευθερωτές του, μετά το πέρας αυτής της ημέρας, κανείς δεν επιστρέφει να τον ελευθερώσει. Αυτό όμως που ενδιαφέρει κι εδώ το σκηνοθέτη, που δεν αναφέρεται καθόλου στην πιθανά αστεία αιτία αυτής της τιμωρίας, είναι η στάση των περαστικών που φοβούνται είτε “μην μπλέξουν” είτε “μην τους κάνει κακό” και δεν τον ελευθερώνουν με αποτέλεσμα να τον αφήνουν να πεθάνει στο στύλο.

Και αφού βεβαίως πεθάνει, τι γίνεται; Ποιός θα τον θάψει; Ποιός θα τον “νεκροστολίσει”; Στην ταινία Παλίρροια (16') ο Γιώργος Μπουγιούκος θέτει το ζήτημα της “τίμησης” των αδικοχαμένων νεκρών, βάζοντας τη νεαρή “θλιμμένη” ηρωίδα του να φροντίζει τα πτώματα δύο πνιγμένων μεταναστών που ξεβράζονται σε μια τουριστική παραλία. Αν και πολλοί από μας πιθανά να την προτιμούσαμε πιο διαδραστική και χαρούμενη, ο σκηνοθέτης φτιάχνει την Έλλη (Μαρί Τραγουστή) να μοιάζει με μια θυμωμένη Ηλέκτρα και μια σύγχρονη ανυποχώρητη Αντιγόνη που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους λουόμενους - που στη θέα των πτωμάτων αποχωρούν - κάθεται δίπλα στα πτώματα και περιμένει. Τελικά οι αρμόδιοι θα φροντίσουν τα πτώματα; Θα αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί;

 Η αξίωση του θανάτου κάποιου σχετίζεται κατά πολύ και με την αξίωση της ίδιας του της ζωής κι όσο βαθύτερα το καταλαβαίνουμε τόσο “καρυωτακικά” οδηγούμαστε στην αυτοκτονία, όπως ο Δημήτρης (Γιάννης Παπαδόπουλος) στην ταινία Αριζόνες (29') του Γιώργου Ηλιόπουλου, που έχοντας επιστρέψει από το εξωτερικό δεν βρίσκει πια κανένα νόημα σε αυτό που ζει. Μόνο αν καούν πια τα αγάλματα, οι μπάντες των παρελάσεων, οι μισθοί της επιβίωσης των δημόσιων υπηρεσιών, τα σεμεδάκια πάνω στην τηλεόραση στο σπίτι του παππού, η θλίψη και η βαθιά υπαρξιακή μας μοναξιά  “που δεν σημαίνει ότι είμαστε μόνοι αλλά ότι βαθύτερα δεν καταλαβαινόμαστε” και δεν βρεθεί και κάποιος που ασκείται στο μποξ τυχαία στην παραλία να μας σκοτώσει, μόνο τότε μπορεί και να ζήσουμε, με τη μάταιη αισθητική ελπίδα ενός ομορφότερου κόσμου.

Αλλά πόσες φορές τη μέρα μπορεί να εισπνέει κανείς ένα Αερολίν (19') καθώς τρέχει από το πρωί για να κάνει τον κλόουν σε παιδικά πάρτι των βορείων προαστίων και στέκεται στην ουρά για οντισιόν διαφημιστικών με το χαμόγελο της κρεστ; Αναρωτιέται και ο Αλέξης Κουκιάς – Παντελής στην ομώνυμη ταινία του. Αντέχει να κάνει ένας άνθρωπος τόσες δουλειές μέσα σε μία μέρα και πόση αισθητική και υπαρξιακή υποτίμηση μπορεί να δεχθεί ένας καλλιτέχνης; Μέσα σε αυτή τη συνθήκη και τα κομπλιμέντα ακόμα που δέχεται η Σάντυ (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) για την υποκριτική της ερμηνεία (μετά τη βραδινή παράσταση) θυμίζουν τραγική ειρωνεία, ενώ το πραγματικό αερολίν δεν μπορεί να είναι άλλο από την ερωτική αγάπη.

Αυτό φαίνεται να το ξέρουν τα παιδιά και πόσο μάλλον οι μεγαλύτεροι ηλικιακά που ασφυκτιούν εξ' ίσου μέσα σε κατεστραμμένα ή μοναχικά οικογενειακά και εργασιακά περιβάλλοντα. Γι' αυτό και γι' αυτούς ο έρωτας είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας. Mια σανίδα απ' την οποία όσο κι αν πατριαρχικά δεν το παραδέχεται στηρίζει τα σπασμένα πλευρά του ηλικιωμένου εραστή στην ταινία Πλευρά (13') του Παναγιώτη Φαφούτη, και σίγουρα βοηθάει το Γιάννη που ήταν μόνος, εξαιτίας της μητέρας του, “να μην χάσει το τελευταίο τρένο.” Ο τελευταίος δουλεύει φύλακας σε μια απομακρυσμένη Διάβαση (21') τρένων (στην ταινία των Αινεία Τσαμάτη και Κατερίνας Μαυρογιώργη) και αφού φλερτάρει με μια επιβάτισσα που πηγαινοέρχεται φεύγει απροειδοποίητα αφήνοντας πίσω του τον πιο αποφασισμένα μοιρολάτρη συνάδελφο και φίλο του Αντώνη (Γιάννης Τσορτέκης) να αναλάβει όλες τις πιθανές ευθύνες. Ευτυχώς κανένα τρένο δεν θα συγκρουστεί αυτή τη φορά, εκτός κι αν μπορεί να δει έτσι κανείς την απώλεια ενός φίλου. Βεβαίως θα χρειαστεί να αναλάβει την ξαφνική απώλεια της μητέρας του φίλου του, για την οποία δεν θα τον βρει για να τον ενημερώσει. Δεν πειράζει, θα πάει αυτός στην κηδεία. Άλλωστε η μάνα του Γιάννη πεθαίνει συμβολικά επειδή ερωτεύεται ή αντίστροφα αυτός ο επικείμενος θάνατός της είναι μια προϋπόθεση για να μπορέσει ο τελευταίος να ενηλικιωθεί και να ερωτευτεί έστω σ' αυτήν την  ηλικία.

Το θέμα της ενηλικίωσης και της ανάληψης μιας κάποιας προσωπικής ευθύνης είναι πολύ καίριο και μεγάλο και αν με έναν τρόπο κοινωνικά επιλύονταν ίσως να υπήρχε αποσυμφόρηση και στις φυλακές. Η ενηλικίωση προϋποθέτει τον φαντασιακό θάνατο της μάνας που πολλές φορές δεν έχει επέλθει όπως συμβαίνει π.χ. Στην ταινία Womb (7') του Θέμου Σκανδάμη, που ο ήρωας φαντασιώνεται το θάνατό της ή ακόμα χειρότερα την ταινία Wings (17') του Φοίβου Ήμελλου, όπου ένας γιος που έχει μόλις σκοτώσει τη γυναίκα του σε καβγά - γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τα νεύρα του - ζητάει από τη μητέρα του να μην τον προστατέψει “κατά το σύνηθες”, αλλά να τον βοηθήσει να αναλάβει τις ευθύνες του.

Βεβαίως δεν είναι ένας και δύο οι “ανεύθυνοι” και αν δεν τους βοηθήσουν οι μητέρες τους να ενηλικιωθούν δύσκολο να το πετύχει κάποιος που βρέθηκε στο δρόμο τους. Δε θα ήταν βεβαίως καθόλου κακό για μια γυναίκα να προσπαθήσει και πριν βρεθεί νεκρή αυτή ή το παιδί,  να τους χαρίσει τουλάχιστον την απουσία τους. Αλλά στη ζωή - όπως και στο Deep sea (19') της Κάλλιας Παπαδάκη - τα πράγματα συμβαίνει να είναι πιο σκληρά. Ο ήρωας της ταινίας καλείται να εκπαιδευτεί απ' ευθείας στα “βαθιά νερά”, αφού μέσω του ναρκισσισμού και της ανωριμότητάς του οδηγεί το παιδί του στο θάνατο.

Ευτυχώς απ' ότι φαίνεται αρκετά παιδιά τη γλίτωσαν, “ως εκ θαύματος”, και κατάφεραν να μεγαλώσουν και να γυρίσουν απολαυστικές ταινίες για ν' αφηγηθούν πως η φιλία κι ο έρωτας  τους “έσωσαν” από την τρικυμία που είχαν στη ζωή και στο μυαλό τους οι δικοί τους. Με όμορφα ασπρόμαυρα πλάνα στα Τέλη Αυγούστου (17') η Αντζελίκα Κατσά βάζει τη μικρή Αμέλια να το σκάει με το φίλο της Επαμεινώνδα για να γλιτώσουν απ΄ τη θλίψη που της προκαλεί ο άξεστος Μπουγιούκος (Αντώνης Τσιωτσιόπουλος) που περιτριγυρίζει τη μητέρα της. Παρόμοια, ο Αστέρης Τζιώλας στο Καλοκαίρι που Παρατήρησα για Πρώτη Φορά τον Ήλιο να Δύει  (23') παίζοντας με τις αντανακλάσεις του ήλιου και τα χρώματα του δειλινού βάζει τα δικά του ερωτευμένα πιτσιρίκια να τα βάζουν με τη “μάγισσα” του χωριού.

Δυστυχώς αν τα παιδιά διατηρούν μια ωριμότητα και ένα συναισθηματικό βάθος που τα σώζει απ΄τη θλίψη και τους ενήλικες, τη χάνουν λίγο αργότερα, πιθανά μαζί με την παρθενιά τους, καθώς προσπαθούν με το ζόρι, κωμικά και με περισσευούμενο γκλίτερ, να συλλέξουν σεξουαλικές εμπειρίες, όπως συμβαίνει π.χ. στο Good Girls Glub: A Virginity Odyssey (17') της Λήδας Βαρτσιώτη και του Δημήτρη Τσακαλέα.

Μακάρι βεβαίως να τελείωνε αυτή η ιστορία κάπου εκεί, αλλά πολλοί οδηγούνται και σε “πολλά υποσχόμενους γάμους” με αντίστοιχα ανώριμα κριτήρια. Ή Αννέτα π.χ. η κολλητή της Αργυρούς στην Αρκουδότρυπα (38') (της Χρυσιάννα Παπαδάκη και του Στέργιου Ντινόπουλου) αποφασίζει να παντρευτεί αστυνομικό και να γίνει μάνα για να φύγει από το χωριό και να ζήσει μια “λαμπρή” ζωή στη Λάρισα, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό ανεξερεύνητο κομμάτι του εαυτού της. Με αντίστοιχη κουίρ διάθεση στο Buffer Zone (16') του Σάββα Σταύρου ασκείται κριτική στον στρατό που χωρίζει έναν Κύπριο από έναν Τούρκο φαντάρο που ερωτεύτηκαν κάνοντας αντικριστά σκοπιά στη ζώνη που χωρίζει παράλογα τη διχοτομημένη Λευκωσία.

Βεβαίως κανένας στρατός και καμία αστυνομία - εσωτερική ή εξωτερική - δεν θα καταφέρει ποτέ να χωρίσει έναν κλόουν από τη γυναίκα που κρύβεται στο Άγαλμα της Ελευθερίας στο υπέροχα σουρεαλιστικό A Piece of Liberty (10') της Αντιγόνης Καπάκα. Άλλωστε τα κομμάτια της χαμένης ελευθερίας μας πάντα τα μαζεύει από τη χωματερή του νου ο σουρεαλιστικός μηχανισμός του ονείρου, και φτάνουμε να γινόμαστε φίλοι με άφυλους σιωπηλούς Δυόσμους, - όπως ο ήρωας του Αλέξανδρου – Γιώργου Σωτηρόπουλου στην ταινία Dyosmos (28') - ή ακόμα βαθύτερα βυθισμένοι στο συλλογικό ασυνείδητο να γινόμαστε εμείς τα φυτά όπως στο μαγικό Midnight Skin (40') του  Μανώλη Μαυρή. Πρόκειται για μια απλή και καθαρή αρχετυπική διεκδίκηση του δικαιώματός μας στην ύπαρξη πέρα απ τις επιταγές του λόγου και της κίνησης, της εργασίας, της σεξουαλικότητας, των αδιάφορων συναναστροφών, αλλά και του ίδιου του συνειδητού μας συναισθήματος. Μια βαθύτερη υπαρξιακή ελευθερία που θα αποκτήσουμε βγάζοντας φύλλα και κλαδιά, που θα αποκτήσουμε επιστρέφοντας σε μια πιο πρώιμη μορφή ζωής, γινόμενοι ένα με τη φύση.  

Αλλά αν δεν καταφέρουμε να φτάσουμε την ευτυχία που κρύβει το βάθος αυτού του εφιάλτη, αν δεν καταφέρουμε να γίνουμε ελεύθεροι σαν δέντρα, ας μείνουμε στην επιφάνεια πιο ανυποχώρητοι απέναντι στους εγκλεισμούς που έρχονται και μας βρίσκουν με τυχαίες ακόμα υγειονομικές αφορμές (Please Wait, 9' Κατερίνα Λογοθέτη), ας επιτρέψουμε τον έρωτα (Super, 20' Νικόλας Κούλογλου), ας αφεθούμε αν θέλουμε στη μνήμη (Εάν σου πω τις αναμνήσεις μου, 26' Μαρία Έλενα Μητροδήμα) και ας συγχωρήσουμε τους θύτες (À Deux Voix, 29' Μάρθα Μπουζιούρη) για να μπορέσουμε να ελπίσουμε στον πιο δίκαιο, ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο που ονειρεύονται οι μικρομηκάδες.   

//

 

Δείτε όλα τα βραβεία του 46ου Φεστιβάλ Δράμας ΕΔΩ