Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

persona μπεργκμαν περσονα

Κριτική: Περσόνα, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Της Ασπασίας Λυκουργιώτη 

 

Στη διαχρονικά πολύ αγαπητή στο κοινό, αριστοτεχνική «Περσόνα», που βγήκε στις αίθουσες πρώτη φορά το 1966, ο Μπέργκμαν συνεχίζει τη θεματική -γύρω από «τα αναπάντητα καλέσματα του Θεού»- που είχε αναπτύξει στην τριλογία της σιωπής («Μέσα Από Τον Σπασμένο Καθρέφτη» - 1961, «Κοινωνούντες» - 1963,  «Σιωπή» - 1963). Σε αυτήν, μέσα σ’ έναν κόσμο που ο Θεός εγκατέλειψε, η παρηγοριά που μπορεί να μας προσφέρει η αγάπη των ανθρώπων είναι για τον σκηνοθέτη το ζητούμενο, το ύψιστο τελικά θεϊκό δώρο που ο άνθρωπος καλείται να δεχθεί. H επίσης αμίλητη Ελίζαμπεθ Βόγκλερ (Λιβ Ούλμαν) στην «Περσόνα» -που σταμάτησε να μιλάει κατά τη διάρκεια της τελευταίας της παράστασης- βρίσκει την παρηγορητική αγάπη, που μάταια αναζητούσε η Έστερ στη «Σιωπή», στο πρόσωπο της Άλμα (Μπίμπι Άντερσον), της νοσοκόμας της. 


Η ταινία είναι ένα δοκίμιο για τη θεραπεία της ψυχής μέσα από τη συντροφιά και την υπαρξιακή, δηλαδή την ερωτική επικοινωνία. Η Άλμα αποφασίζει να ανοίξει από μόνη της ποιητικά, όσο και ψυχαναλυτικά, την καρδιά της στην ασθενή της και να την αφήσει να «πάρει» αυτό που χρειάζεται η δική της καρδιά. Η Ελίζαμπεθ, από την άλλη, κάνει αφωνία, μια σιωπηλή διαμαρτυρία απέναντι στα ψέματα που είναι υποχρεωμένη να λέει από σκηνής, αλλά και όχι μόνο, καθώς ως διάσημη είναι υποχρεωμένη να χειρίζεται μια κενή διασημότητα και να προβάλλει συνεχώς μια επιτυχημένη εικόνα. Μια εικόνα που θα μπορούσε, όμως, να τσαλακώσει για χατίρι της αφοσιωμένης Άλμα, η οποία δέχεται πρώτη να ταπεινωθεί μπροστά της. Άλλωστε, το παιχνίδι της έμμεσης σιωπηλής επικοινωνίας που στήνεται μεταξύ τους είναι πέρα απ’ όλα αυτά. Όμως, θα το κάνει; Θα παραδεχθεί ότι απολαμβάνει εξίσου τη συντροφιά της; Θα παραβεί τη σιωπή της, «την πνευματική της άσκηση», για να πει έστω σ’ αυτήν μια λέξη, ως φόρο τιμής απέναντι στην ανθρώπινη αγάπη;


Και ενώ η αγάπη βάλλεται από τη φιλοδοξία, τις κοινωνικές επιταγές, τον εγωισμό και όλους τους υπόλοιπους φορείς του φόβου, η Άλμα μπορεί και να μην υπάρχει καν στ’ αλήθεια. Μπορεί να είναι ένα πλάσμα στην φαντασία της Ελίζαμπεθ, η φωνή της ή η ψυχή της, που έχει βγει έξω από το σώμα της, έξω από αυτήν, και φωνάζει πως δεν αξίωσε όσο έπρεπε στη ζωή της την αγάπη, ενώ η ίδια μένει σιωπηλή και φαινομενικά αλώβητη. Ο Μπέργκμαν θα παίξει πολύ διακριτικά και με αυτήν την εκδοχή, καταφέρνοντας να μας μεταφέρει ένα αίσθημα μεταφυσικής ανησυχίας, σαν αυτό που έχουν οι ερωτευμένοι, που δεν ξέρουν αν αυτό που ζουν το ζουν πραγματικά ή όχι. Οι ερωτευμένοι, όμως, νιώθουν και ταυτισμένοι και, έτσι, σαν μεγάλος ταχυδακτυλουργός, θα κρύψει στα μελετημένα, εικαστικά κάδρα αυτής της ταινίας μια διπλή ερμηνεία.


Η φωτογραφία της ταινίας είναι ποιητικά αφαιρετική, καλαίσθητη, απλή, νοηματικά καθαρή, εύστοχη, πολύ προχωρημένα μοντέρνα για τα σημερινά δεδομένα. Η κάμερα γίνεται συχνά το βλέμμα κάποιου (της προϊσταμένης, της Ελίζαμπεθ, της Άλμα, του συζύγου) βάζοντας ενεργά τον θεατή μέσα στην ταινία, χωρίς ποτέ όμως να τον κουράζει. Ο Μπέργκμαν δεν ξεχνάει ποτέ πως η τέχνη, όπως και η ζωή, είναι πρωτίστως ένα παιχνίδι και, όσο βαρύ και αν είναι το θέμα που πραγματεύεται, δεν στερεί ποτέ από τους χαρακτήρες του τη χαριτωμένη τους ελαφρότητα, ούτε από τον θεατή την απόλαυση που του αναλογεί. 

 

----------------------

 Περσόνα

Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Ηθοποιοί: Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν

Φωτογραφία: Σβεν Νίκβιστ
 

 

Cinematek T. 10