Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

παρασιτα

Κριτική: Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν Χο

Της Ασπασίας Λυκουργιώτη

 

Στον επίσημο κόσμο, της αστικής, δυτικά νοούμενης θρησκευτικής ηθικής, καλός είναι ο ειλικρινής, ο έντιμος, ο καλοπληρωτής, ενώ ο κλέφτης και ο ψεύτης  είναι  κακός, εξ’ ορισμού, ανεξαρτήτου της κοινωνικής του τάξης.  Έτσι, ένας πάμπλουτος που λέει ψέματα είναι το ίδιο ανήθικος με έναν φτωχό που λέει ψέματα απλά και μόνο γιατί πεινάει. Ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς δεν έχει κανένα ηθικό πρόσημο. Δεν θεωρείται δηλαδή ανήθικο το να συνυπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με εδέσματα για δύο π.χ. άτομα με ένα άδειο τραπέζι για δέκα άτομα στον ίδιο ακόμα χώρο. Το φαντασιακό του καπιταλισμού νομιμοποιεί μια τέτοια αντίφαση, καθώς, σύμφωνα μ’ αυτό, οι φτωχοί είναι τεμπέληδες και συχνά ακόμα -με τη βοήθεια του «Θεού»- αμαρτωλοί. Αυτήν ακριβώς την παράλογη αντίφαση της αστικής ηθικής έρχεται να καταδείξει και να αντιστρέψει αυτή η τόσο ρεαλιστική και, ταυτόχρονα, σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία, που δεν παρουσιάζει τους φτωχούς ως αγίους αλλά ως δίκαια παράτυπους, ψεύτες, χρεωμένους κακοπληρωτές, απατεώνες ή ακόμα και δολοφόνους.  

Στην ταινία ο Κι-Γου βρίσκει μέσω ενός φίλου του φοιτητή, μια δουλειά ως καθηγητής αγγλικών σε μια πλούσια βίλα όπου ζει η τετραμελής οικογένεια της Ντα-χάι. Παρά το ότι δεν έχει ξανακάνει ποτέ αυτή τη δουλειά, αμέσως καταφέρνει να εντυπωσιάσει την κυρία του σπιτιού και να εφεύρει και μια θέση εργασίας για την αδελφή του, την οποία παρουσιάζει ως κάποια μακρινή του γνωστή. Εκείνη, ως δασκάλα εικαστικών πια, αφού καταφέρει με τη σειρά της να κερδίσει την εύνοια της οικογενείας, θα φροντίσει να απολυθεί ο οδηγός του κυρίου και να προσληφθεί στη θέση του ο πατέρας τους. Δεν θα αργήσει φυσικά να έρθει και η μητέρα τους στη θέση της οικονόμου και το πρώτο μέρος της ταινίας να λήξει με τις δύο οικογένειες -των φτωχών από τη μία και των πλουσίων από την άλλη- να συνυπάρχουν σε ένα μίνιμαλ αισθητικά, καθ’ όλα ζηλευτό σπίτι, δείγμα υψηλής μοντέρνας αρχιτεκτονικής κάποιου διάσημου αρχιτέκτονα, που κρύβει όμως στα θεμέλιά του ένα τρομερό μυστικό.   

Πέρα όμως από αυτό το μυστικό, που βρίσκεται στην καρδιά της σεναριακής ανατροπής, ένα άλλο, «κοινό» μυστικό, είναι αυτό που καθορίζει τα νοήματα αυτής της ταινίας. Πού μένουν άραγε οι φτωχοί; Ποιες είναι πραγματικά οι δικές τους συνθήκες διαβίωσης και ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν; Μάλλον εξ’ αιτίας κάποιας επιλεκτικής τυφλότητας, το υπόγειο σπίτι της εργαζόμενης στη βίλα οικογένειας, που πλημμυρίζει από τα νερά των υπονόμων και κάνει τους κατοίκους του να νιώθουν αναξιοπρεπείς και ντροπιασμένοι, δεν βρίσκεται ποτέ στο οπτικό πεδίο των πλουσίων. Φυσικά, για κάτι τέτοιο φροντίζουν και οι ίδιοι οι φτωχοί, που ενώ μοιράζονται όλα τα φαντασιωσικά,  ανύπαρκτα και ανόητα ακόμα προβλήματα των εργοδοτών τους, δεν τους ενοχλούν ποτέ με τη δική τους σαφώς πιο σκληρά χρωματισμένη πραγματικότητα, σεβόμενοι πάντα το κοινωνικό πρωτόκολλο που τους θέλει αόρατους, ή επιλεκτικά ορατούς, μέσα στα όρια του περιφραγμένου τους παραδείσου. 

Αυτή τη χάρη που οι φτωχοί κάνουν στους πλούσιους (εντός και εκτός κινηματογραφικού κάδρου) και τους προστατεύουν από την αλήθεια της σκληρής τους πραγματικότητας -ελπίζοντας να τη βολέψουν τουλάχιστον οι ίδιοι- δεν την κάνει ο σκηνοθέτης στους θεατές του. Ο Μπονγκ (Joon-ho Bong) κινεί πολιτικά και θεραπευτικά την κάμερά του και πέρα από τον φράχτη του όμορφου σπιτιού, βάζοντας τους εντελώς διαφορετικούς τόπους κατοικίας και τα προβλήματα που αυτοί συνεπάγονται να εναλλάσσονται στην οθόνη, συνθέτοντας μια σουρεαλιστική, βαθύτερα αληθινή εικόνα του κόσμου και χαρίζοντας στον τελευταίο άλλο ένα κινηματογραφικό αριστούργημα.