Της Ασπασίας Λυκουργιώτη
Ο φάρος είναι ένα φωτεινό σημάδι που μας δείχνει τον βράχο που πρέπει να αποφύγουμε, αν θέλουμε να ζήσουμε, αλλά και το εσωτερικό ταξίδι που πρέπει καμιά φορά να κάνουμε για να αναμετρηθούμε με το φως, τη γνώση, την ομορφιά, την παράνοια και ό,τι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει. Μπορεί να τυφλωθούμε σαν τον Μωυσή ή τη Σεμέλη -που κοίταξε κατάματα τον θεό- ή να τιμωρηθούμε σαν τον Προμηθέα, που θέλησε κι αυτός, ακόμα πιο παρεκβατικά, να χαρίσει στους ανθρώπους το φως.
Η πορεία προς την αυτεπίγνωση, «δυσώδης από αμαρτία και μυρωμένη από αγιοσύνη», δεν μπορεί ακόμα παρά να μας φέρει αντιμέτωπους με τον άγριο Ποσειδώνα «που κουβαλάμε μες στην ψυχή μας», που η ψυχή μας «τον στήνει καμιά φορά εμπρός μας» -και που εδώ υποδύεται εξαιρετικά ο Νταφόε-, όταν πραγματικά ή φαντασιακά εξορίσουμε τον εαυτό μας σε ένα ερημικό νησί, για να τον δείρουν όλοι οι άνεμοι, «να εξιλεωθεί» από κάποια καλά κρυμμένη ενοχή.
Κάτι τέτοιο «αποφασίζει» να κάνει, αν και ποτέ δεν το παραδέχεται -ούτε καν στον εαυτό του- και ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας (Ρόμπερτ Πάτινσον), που κάπου στα 1890 εγκαταλείπει τα δάση του Καναδά και πηγαίνει να δουλέψει ως βοηθός φαροφύλακα σε μια ερημική βραχονησίδα, κάπου στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Πρόκειται να περάσει, καιρού θέλοντος, μόνο τέσσερις ήσυχες εβδομάδες στο νησί. Ο γεροφαροφύλακας όμως (Γουίλεμ Νταφόε) είναι δύστροπος, όπως και ο Ποσειδώνας, όπως και οι γεροκαπετάνιοι της βόρειας θαλασσινής μυθιστοριογραφίας, και βασανίζει, όπως αρμόζει σε αυτούς, σωματικά και ψυχολογικά όποιον κι αν έχει στη δούλεψή του. Ο «νέος» υποχρεώνεται να κάνει όλες τις δύσκολες και άχαρες δουλειές, ενώ του απαγορεύεται -σε παραβίαση του κανονισμού που επιζητεί τη συνολική του εκπαίδευση- να μπει στην αίθουσα όπου βρίσκεται η λάμπα του φάρου και να δει από κοντά το φως.
Στην ασφυκτική κατά Σαρτρ συνύπαρξη των δύο τους, στο εξουσιαστικό αυτό παιχνίδι που στήνεται μεταξύ τους, θα επιπροστεθούν οι ιψενικοί «βρικόλακες», οι φοβίες, δηλαδή, και οι προκαταλήψεις που δηλητηριάζουν τις ψυχές, αλλά εμπλουτίζουν την ταινία με ένα μαγικό μυθολογικό τοπίο. Οι μύθοι και οι θρύλοι γύρω από τη θάλασσα, τις γυναίκες ή τις γοργόνες και τη φωτιά, τα τρία δηλαδή «κακά» του κόσμου, θα αναδυθούν σιγά-σιγά μέσα από τις αφηγήσεις του γέρου φαροφύλακα, βυθίζοντος τον νέο βοηθό -που, ούτως ή άλλως, βασανίζεται από τη σωματική εξάντληση και τις στερήσεις- σε έναν υπαρξιακό εφιάλτη, ικανό να συμπαρασύρει μαγικά τον θεατή στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και να αντικρίσει εκεί, με τον απαράμιλλο πεσιμιστικό χαρακτήρα της «εποχικής» αμερικανικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας, το ναυάγιο της ύπαρξης.
Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν τη διάλεκτο και τους «τρόπους» της εποχής, εντείνοντας ακόμα πιο πολύ τη λογοτεχνική αίσθηση που μας δημιουργεί το μυθολογικό σύμπαν της ταινίας, ενώ η ακαδημαϊκή, άψογα φωτισμένη και δομημένη ασπρόμαυρη φωτογραφία της, σπουδή επάνω στο κλασικό φωτογραφικό κάδρο και τη ζωγραφική της εποχής, είναι ένα αισθητικό επίτευγμα που καθιστά τον Ρόμπερτ Έγκερς (άσχετα με το αν κανείς αρέσκεται στους έντεχνους κινηματογραφικούς εφιάλτες και στην εκτεταμένη αναπαράσταση «του κακού») έναν πολύ σημαντικό σκηνοθέτη.
----------------------
Σκηνοθεσία: Robert Eggers
Σενάριο: Max & Robert Eggers
Ηθοποιοί: Willem Dafoe, Robert Pattinson
Φωτογραφία: Jarin Blacchke
Μοντάζ: Louise Ford
Μουσική: Mark Korven