Της Ασπασίας Λυκουργιώτη
Η Άννα, με το μακρύ της παλτό και ένα όμορφο λυκόσκυλο, γυρίζει από την πρωινή της βόλτα στο δανέζικο δάσος. Είναι λίγο μεγάλη, για να αναρωτηθούμε αν είναι η κοκκινοσκουφίτσα, και αρκετά αξιόλογη για να την περάσουμε για τον λύκο. Κι όμως κοιτάει με αγωνία το τοπίο πίσω από την τζαμαρία, όταν ο Πίτερ -ο άντρας της- μιλάει στο τηλέφωνο… Εκείνος είναι γιατρός, εκείνη είναι μια έξυπνη, δυναμική και επιτυχημένη δικηγόρος, με έντονη κοινωνική ευαισθησία, που ξέρει να κρατάει την οικογένειά της ενωμένη, τον Πίτερ χαρούμενο, και να μεγαλώνει τις κόρες τους ώστε να είναι όμορφες, έξυπνες κι ευτυχισμένες σε ένα όμορφο σπίτι στο δάσος.
Η πιο εσωστρεφής-εγκεφαλική Φάνι και η αυθόρμητη Φρίντα παίζουν στον κήπο ενώ η μητέρα τους κοιτάζει πίσω από τη τζαμαρία στο τέλος της ταινίας, αλλά -με ένα έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα- και στην αρχή. Σε λίγες μέρες θα έρθει στο σπίτι τους ο Γκούσταβ, ο έφηβος γιος του Πίτερ από τη Ρεβέκκα -την προηγούμενη γυναίκα του- που μέχρι ώρας ζούσε μαζί της στη Σουηδία. Ο Γκούσταβ είναι ένας όμορφος, έξυπνος, τρυφερός, αλλά και σκληρός έφηβος που όπως και η, κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερή του Άννα, παίζει με τα όρια και μερικές φορές χάνει. Μία από αυτές τις φορές είναι που θα τον φέρει στο σπίτι του πατέρα του στη Δανία για να αποφύγει το Σουηδικό αναμορφωτήριο. Τα κορίτσια θα τον λατρέψουν, και η Άννα θα τον αναγνωρίσει ως εξίσου ευφυή και άξιο αντίπαλο για να ανοίξει μαζί του μια κρυφή αντικανονική παρτίδα, που όταν παίζεται «έως θανάτου» δύσκολα βρίσκει νικητή.
Κι όμως τα βέλη του φτερωτού θεού θα μπορούσαν να αφήνουν απλά στο δέρμα ένα τρυφερό στίγμα τατού, και ο κινηματογράφος να μην χρειάζεται να θυμίζει στο θεατή -2.500 χιλιάδες χρόνια μετά τον Σοφοκλή- τι θα συμβεί αν ο ίδιος, όπως και η τραγική ηρωίδα εδώ, παραβιάσει τα όρια, ούτε βεβαίως αυτό να συμβαίνει. Αλλά αυτό σε μια άλλη κοινωνία λιγότερο ορθολογική, προτεσταντική, καπιταλιστική. Οι ρίζες του δυτικού πολιτισμού, οι απαρχές του δυτικού ορθολογισμού, βασίζονται πάνω στο σχήμα αμαρτία, ύβρις, παράβαση, από τη μία, και σκληρή τιμωρία, από την άλλη. Και η Άννα, ως δικηγόρος, γνωρίζει καλά, από «θέση», τον «ευγενικό» τρόπο της δύσης και σπεύδει να τον προλάβει λέγοντας ψέματα, πριν πέσει στο τρένο σαν την Καρένινα. Είναι φυσικά αρκετά οξυδερκής για να αμφισβητεί ως δικηγόρος την αστική, και ως γυναίκα την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα της, αλλά, συγχρόνως, πολύ προνομιούχα και φοβισμένη για να αρθρώσει την αμφισβήτησή της δημόσια. Η φίλη της, που έχει ανήλικο γιο, τη ζηλεύει ασυνείδητα και τη μισεί, και ο άντρας της, ως πατριαρχικά μεγαλωμένο αρσενικό, δεν θα μπορέσει -πιστεύει- να δεχθεί την απιστία της, σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που φυσικά του αναλογεί.
Όλα αυτά δεν απαλλάσσουν την Άννα από τη δική της δειλία, έπαρση και δυτικά νοούμενη εγωκεντρική τελειομανία, αλλά υπογραμμίζουν πως όλοι βάζουμε το λιθαράκι μας στην κοινωνική δυστυχία. Δυστυχία που ανύποπτα επιστρέφει σε μας μπούμερανγκ, θυμίζοντάς μας πως δεν γίνεται να διεκδικούμε δικαιώματα για τον εαυτό μας χωρίς να διεκδικούμε για το κοινωνικό σύνολο. Μια άλλη, δηλαδή, πιο προοδευτική κοινωνία που θα συγχωρεί, θα απενοχοποιεί και θα επιτρέπει τα πράγματα να συμβαίνουν και να «ξεσυμβαίνουν» φυσικά, χωρίς να οδηγούν σε ανυπέρβλητα τραγικά δράματα, παρά τη σινεφιλική απόλαυση που συχνά αυτά μας προσφέρουν…