Της Ασπασίας Λυκουργιώτη
Έχοντας πληγεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση της περασμένης δεκαπενταετίας, που έπληξε κυρίως ανθρώπους της εργατικής τάξης, ο Ρίκι βρίσκει ως «χρυσή» ευκαιρία μια νέου τύπου εργασία, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να ονειρευτεί ένα καινούριο στεγαστικό δάνειο για αυτόν και την οικογένειά του. Έχει περάσει από όλα τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την οικοδομή και δεν έχει μπει ποτέ στο ταμείο ανεργίας. Είναι εργάτης παλαιάς κοπής, από αυτούς που θεωρούν ότι είναι ντροπή να μη δουλεύεις και να παίρνεις χρήματα από το κράτος. Είναι από το Μάντσεστερ, μια πόλη που ιστορικά είχε εργατική τάξη και ο ίδιος φέρει την εργατική-συμπεριφοριστική της ηθική. Ως εκ τούτου, είναι ένας «ωραίος» εργάτης, αν μπορούμε να αισθητικοποιήσουμε τη συνέπεια, την εργατικότητα, την ειλικρίνεια τη συναδελφικότητα και την τιμιότητα με τον τρόπο που το κάνει ο Κεν Λόουτς, η ίδια αυτή η εργατική τάξη και, φυσικά, ο Μαρξ, από τον οποίον έχουν εμπνευστεί οι προηγούμενοι.
Παράλληλα, η «ομορφιά» του, κρινόμενη με αντίστοιχα αισθητικά κριτήρια, εκτείνεται ακόμα και σε άλλους τομείς, της προσωπικής του δηλαδή ζωής, όπου έχει λειτουργήσει πάλι σύμφωνα με το πρωτόκολλο, καθώς έχει καταφέρει να φτιάξει μαζί με την Άμπι μια αγαπημένη οικογένεια. Η Άμπι σε αντιστοιχία με τον Ρίκι ανταποκρίνεται και αυτή στο ιδανικό γυναικείο συμπεριφοριστικό πρότυπο για τη γυναίκα της εργατικής τάξης. Είναι με τη σειρά της εργατική, υπομονετική, υποχωρητική, γεμάτη αγάπη για αυτόν, τα παιδιά τους και τους ανθρώπους που φροντίζει ως νοσοκόμα στα σπίτια που εργάζεται. Τέλος, τα παιδιά τους, η Λίζα-Τζέιν και ο Σεμπάστιαν, είναι η απόδειξη της εργατικότητας και της αγάπης των γονιών τους, καθώς μοιάζουν δύο φροντισμένοι, έξυπνοι έφηβοι, υγιώς συναισθηματικοί και προβληματισμένοι.
Μέχρι εδώ, επομένως, όλα καλά. Πώς μπορούν, όμως, να συνεχίσουν να είναι; Η καινούρια δουλειά του Ρίκι είναι σε μια εταιρεία franchise φορτηγών διανομής δεμάτων, στην οποία εντάσσεται φαινομενικά ως συνεργάτης και όχι ως μισθωτός εργάτης. Αυτό απαλλάσσει την εταιρεία από κάθε εργοδοτική υποχρέωση, αλλά όχι τον Ρίκι, που δεν δικαιούται άδεια ή αποζημίωση για εργατικό ατύχημα και χρεώνεται την τυχούσα απουσία του, ενώ καλείται να δουλέψει δεκατέσσερις ώρες τη μέρα σε εξοντωτικούς ρυθμούς, χωρίς διάλειμμα πάνω από δύο λεπτά. Οτιδήποτε συμβεί το χρεώνεται ο ίδιος, με αποτέλεσμα, εν τέλει, να δουλεύει για να ξεχρεώσει τα χρέη του. Αυτή η νέου τύπου εργασία, που αρχικά εμφανίζεται ως ένα χρυσωμένο χάπι, υποθάλπει την κατάργηση όλων των εργατικών κεκτημένων και αποτυπώνει ευρύτερα τις σύγχρονες καπιταλιστικές συνθήκες εργασίας με το «ελευθεριακό», από τη μία, και ολοκληρωτικό, από την άλλη, τους πρόσωπο.
Η αξιοπρέπεια του παραδοσιακού, περήφανου για την εργασία του εργάτη συντρίβεται μέσα από την καταπάτηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων του. Δεν υπάρχει χρόνος για να εκπληρώσει τις βασικές του ανάγκες και, φυσικά, για να στηρίξει ως φυσικό πρόσωπο την οικογένειά του, η οποία τον χάνει ουσιαστικά και μοιάζει να καταρρέει υπό το βάρος της απουσίας του. Δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στον έφηβο γιο του που τον χρειάζεται, λείπει πολύ από την κόρη του και μεταθέτει στην ήδη επιφορτισμένη Άμπι -από τη δική της «νέου τύπου» εργασιακή συνθήκη- και το δικό του μερίδιο ευθύνης απέναντι στα παιδιά. Η Άμπι καλείται παράλογα να τον αντικαταστήσει ακόμα και στους τομείς όπου είναι αναντικατάστατος. Έτσι, η πολύ αγαπημένη, χαρισματική αυτή οικογένεια αδυνατεί να λειτουργήσει και μένει στον Ρίκι να επιλέξει. Αλλά, στην πραγματικότητα, μπορεί;
Ο Κεν Λόουτς καταγράφει για ακόμα μία φορά τις αδιέξοδες και διαλυτικές για τον κοινωνικό ιστό σύγχρονες συνθήκες εργασίας, που οδηγούν την κοινωνία προς τον ολοκληρωτισμό. Η τρυφερή φροντίδα που οι ηλικιωμένοι ή οι άνθρωποι με αναπηρία δέχονται από την Άμπι ως νοσοκόμα στην ταινία είναι εφάμιλλη της φροντίδας που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δείχνει για τους θεατές του μέσα από τη δίκαιη κινηματογραφική αναπαράσταση του καθημερινού αγώνα της εργατικής τάξης. Ενός αγώνα που, όπως εύστοχα αντιλαμβάνεται και ο έφηβος Σεμπάστιαν στην ταινία, δεν αρκεί για να την κάνει να πάει στον «παράδεισο».