Ή τουλάχιστον έτσι βιώνει την εμπειρία της μουσικής ο απόλυτος ηγέτης του συγκροτήματος Michael Gira.
Του Γιώργου Μιχαλόπουλου
Μια επικίνδυνη πόλη
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ογδόντα, η πόλη της Νέας Υόρκης έχει ένα περίεργο στάτους στο μυαλό όσων δεν την έζησαν από κοντά, αλλά ένιωσαν την ανίκητη έλξη που γεννά ο μύθος του Μεγάλου Μήλου, ειδικά σε όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της μουσικής αλλά και της τέχνης γενικότερα. Αυτή η ιστορία λέει πως εκείνη την περίοδο η ζωή ήταν σκληρή και επικίνδυνη: η χρήση κρακ είχε πάρει έκταση επιδημίας, το AIDS θέριζε ένα μεγάλο κομμάτι του πιο «ανήσυχου» πληθυσμού, που την ίδια στιγμή αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και αδυνατούσε να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Ταυτόχρονα, στα μουσικά στέκια της πόλης άκουγες συγκροτήματα που έμοιαζαν να συναγωνίζονται στο ποιο θα είναι πιο θορυβώδες και πιο προκλητικό. Ο Steve Albini με τον Santiago Durango των Big Black ηχογραφούσαν κιθάρες σε συχνότητες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στην ακοή. Οι Sonic Youth ξεκούρδιζαν αισθητά τις κιθάρες τους και για τις ανάγκες του video clip του «Death Valley '69» θα αναπαριστούσαν τις δολοφονίες του Manson με μπόλικο αίμα και την Kim Gordon να περιφέρεται με όπλο στα χέρια. Από κοντά ακολουθούσαν και οι Swans, το συγκρότημα που έφτιαξε το 1982 ο Michael Gira, ο οποίος συνήθιζε να ορμά στο κοινό του όταν έβλεπε κάποιον να διασκεδάζει κάνοντας headbanging.
Τα δύσκολα χρόνια
Κάπου μεταξύ της no wave και της hardcore σκηνής, οι Swans ήταν μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση που δεν χωρούσε ακριβώς στις «υποσκηνές» της μουσικής που έγραφαν πυρετωδώς οι συντοπίτες τους. Το post punk είχε μια μελαγχολία που δεν τους ταίριαζε, ενώ το hardcore -συγκροτημάτων όπως οι Minor Threat- χαρακτηριζόταν από φρενήρεις ρυθμούς που ο Gira αρνιόταν να ακολουθήσει (άσε που απεχθανόταν τον κόσμο που το παρακολουθούσε). Καθόλου τυχαία, ο Michael Gira θα γνωριστεί με τον Thurston Moore, τον ηγέτη των Sonic Youth, με αποτέλεσμα το 1982 να καταλήξουν σε ένα βανάκι και να βγουν στο δρόμο για μια μίνι περιοδεία που παρακολούθησαν ελάχιστοι. Στο ντοκιμαντέρ του Marco Porsia με τίτλο «Where Does A Body End?», ο Moore περιγράφει με υπέροχο τρόπο τη συγκεκριμένη εμπειρία, όπου, μονίμως άφραγκοι, έπαιζαν με ό,τι ψιλά έβρισκαν ατελείωτες ώρες Pacman, αλλά εκεί, όπως λέει ο ίδιος, «βρήκαμε τελικά τη δόξα μες στη φτώχεια μας».
Ο Porsia, έχοντας στα χέρια του εξαιρετικό αρχειακό υλικό και πρόσβαση σε μια πληθώρα ανθρώπων που ανακατεύτηκαν με την μπάντα ή επηρεάστηκαν από αυτήν, αφηγείται ιδανικά όσα ακολούθησαν. Μέσα στην επόμενη πενταετία, ο Gira, με τα συνεχώς εναλλασσόμενα μέλη των Swans, θα κατασταλάξει ηχητικά (έστω και προσωρινά) κάπου μεταξύ heavy metal και industrial σε slow motion, ενώ η προσθήκη της Jerboe θα επιταχύνει την εξέλιξη του Gira ως καλλιτέχνη, με κορυφαία στιγμή την κυκλοφορία του «Children of God» - πιθανότατα, του κορυφαίου τους δίσκου της πρώτης περιόδου του συγκροτήματος. Η συνέχεια, όμως, δεν θα είναι ανοδική. Η ανάγκη του Gira να κάνει πιο εμπορική τη μουσική της μπάντας θα απομακρύνει τους πιο πιστούς οπαδούς του, ενώ η κυκλοφορία του «Burning World» το 1989 σε παραγωγή του Bill Laswell θα αποτελέσει ηχηρή εμπορική, αλλά, κυρίως, δημιουργική αποτυχία. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς πως οι συνοδοιπόροι τους Sonic Youth βρίσκονταν σε έναν ασύλληπτο, μέχρι και σήμερα, δημιουργικό οίστρο -κυκλοφορόντας μέσα σε 5 χρόνια (1987-1992) τέσσερις απ’τους κορυφαίους κιθαριστικούς δίσκους που γέννησε ποτέ το αμερικανικό underground- και ότι το «Goo» (1992) ξεπέρασε τις 200.000 πωλήσεις, μπορεί να καταλάβει την απογοήτευσή του. Τελικά, με την κυκλοφορία του πολύ καλού «Soundtracks For The Blind», το 1997, ο Gira θα ανακοινώσει το τέλος του συγκροτήματος, φροντίζοντας μάλιστα να αποχαιρετίσει τους fans που πήγαν στην τελευταία τους συναυλία, βγαίνοντας στη σκηνή ξεβράκωτος και αφήνοντας έτσι αρκετά περιθώρια μετάφρασης του συγκεκριμένου συμβολισμού.
Η κορυφαία live μπάντα του πλανήτη
Η φήμη για τον θόρυβο που βίωνε κάποιος στις συναυλίες των Swans ξεκίνησε περίπου απ’ την αρχή της καριέρας τους και ήταν κάτι που πάντα ενοχλούσε τον Gira, γιατί θεωρούσε πως δεν ήταν κάποιου είδους φετίχ, αλλά ένα απαραίτητο στοιχείο της μουσικής τους. Θα έπρεπε πρώτα να μείνουμε έκπληκτοι με τη δισκογραφική επιστροφή των Swans το 2010 (όταν πια τους είχαμε όλοι διαγράψει), με την κυκλοφορία του φοβερού «My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky», και έναν χρόνο μετά, μια συνηθισμένη Πέμπτη στην Αθήνα της κρίσης, θα διαπιστώναμε πως δεν ήταν απλώς η πιο δυνατή (σε ένταση) live μπάντα του πλανήτη, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό: ήταν η κορυφαία. Η Jehnny Beth των Savages εξομολογείται στον Porsia πως, όταν είδε ζωντανά τους Swans, ένιωσε πως η ουσία της μουσικής έχει συγκεντρωθεί σε ένα και μοναδικό γκρουπ. Και κάπως έτσι νιώσαμε όσοι βρεθήκαμε στο Gagarin το 2011. Με support την πρόσφατη βραβευμένη με Όσκαρ Ισλανδή Hildur Gudnadottir, οι Swans για δύο ώρες σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμα τους με κορυφαίες στιγμές το τότε φρέσκο «Eden Prison» και, φυσικά, το παλαιότερο «I Crawled». Η ένταση που κατεύθυνε σε κύματα ο Gira δεν είναι κάτι εύκολο να περιγράψει κανείς. Υπάρχει κάτι απίστευτα γοητευτικό στο να παρακολουθείς μια ομάδα ανθρώπων απόλυτα συγχρονισμένων και αφοσιωμένων σε αυτό που κάνουν. Και μην το παρεξηγείτε αυτό. Μπορεί τα μουσικά μας γούστα να καθορίστηκαν από τις κάπως άτεχνες εκφράσεις του punk rock, επειδή ήταν ειλικρινείς, παθιασμένες και αληθινές, αλλά τις ίδιες ακριβώς αρετές διακρίνεις και στους Swans επί σκηνής. Μόνο που αυτοί απαιτούν από το κοινό τους απόλυτη συγκέντρωση και αποδοχή. Ειδάλλως, το μόνο που μένει είναι τα αφόρητα ντεσιμπέλ.
Η επιτυχία που τόσο αναζητούσε ο Gira είχε επιτέλους έρθει. Οι Swans θα κυκλοφορήσουν άλλους τέσσερις δίσκους την τελευταία δεκαετία, με διθυραμβικά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Εμείς θα τους δούμε άλλες τρεις φορές από τότε, αλλά είναι προφανές πως η έκπληξη δεν θα επαναληφθεί. Ο Gira θα αντιληφθεί πως ένας ακόμα κύκλος έκλεισε, θα στήσει εκ νέου την μπάντα -με πιο ηχηρή μεταγραφή την παρουσία του σπουδαίου Ben Frost- και αυτές τις ημέρες ετοιμάζεται να ξαναβγεί στον δρόμο. Κι εμείς, από λίγο πιο μακριά, θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε έναν από τους πιο εργατικούς καλλιτέχνες της γενιάς του να υπερασπίζεται πάνω από όλα το όραμα του και τις πάντα υπαρξιακές ανησυχίες του. «Η μεγάλη απορία μου θα είναι πάντα αν υπάρχω στ’ αλήθεια», θα πει στα πρώτα πλάνα του «Where Does A Body End?». Όταν βλέπεις ζωντανά τους Swans, η απάντηση είναι εύκολη. Τις άλλες μέρες όχι και τόσο.