Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

the national

JMS | The National: Μια Οικογενειακή Υπόθεση

Η διάσημη πεντάδα απ’ το Ohio αποτελείται από τα αδέλφια Dessner, τα αδέλφια Devendorf και τον Matt Berninger στα φωνητικά. Το 2010, στη μεγαλύτερη περιοδεία της έως τότε καριέρας τους, τους ακολούθησε ο Tom, ο νεότερος Berninger, και γύρισε το «Mistaken For Strangers», ένα απ’τα πιο διασκεδαστικά και ειλικρινή rockumentaries που έχουμε δει ποτέ. 

Του Γιώργου Μιχαλόπουλου 

 

Οι The National είναι χωρίς αμφιβολία ένα απ’ τα μεγαλύτερα indie-rock συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας, με τεράστια νούμερα πωλήσεων για την εποχή, επικά sold out σε αρένες με χιλιάδες κόσμο, αρκετά μουσικά βραβεία και μια σταθερή αποδοχή από κοινό και κριτικούς, που ελάχιστα έχει μεταβληθεί στα σχεδόν 20 χρόνια που υπάρχουν δισκογραφικά. Μέχρι να κατακτήσουν, όμως, τον κόσμο, έπρεπε πρώτα να βρουν τον ήχο τους και στη συνέχεια να κάνουν υπομονή. Κι αν αυτό είναι αυτονόητο για κάθε γκρουπ σε κάθε γωνιά του πλανήτη, το «Mistaken For Strangers», που γύρισε ο μικρός αδελφός του Matt Berninger, μας το υπενθυμίζει έμμεσα και κάπως σουρεαλιστικά. Αλλά ας τα πάρουμε απ’ την αρχή.

 

Τα πέτρινα χρόνια 

Και τα πέντε μέλη του συγκροτήματος κατάγονται απ’το Cincinatti, αλλά έπρεπε να μετακομίσουν στο Brooklyn για να στήσουν την μπάντα και να ολοκληρώσουν το ομώνυμο ντεμπούτο που κυκλοφόρησαν ουσιαστικά μόνοι τους το 2001, μέσω της δισκογραφικής εταιρείας που είχαν στήσει τα αδέλφια Dessner. Ο δίσκος θυμίζει αρκετά alt-country συγκροτήματα της εποχής, όπως οι Jayhawks, οι Wilco και οι Silver Jews, αλλά χάρη σε μερικά εξαιρετικά τραγούδια (με κορυφαίο το «Theory of the Crows») τραβούν την προσοχή των μουσικοκριτικών, όχι όμως και του κόσμου, αφού καταφέρνουν να πουλήσουν μόλις 15.000 δίσκους. Παρόμοια τύχη έχει και ο επόμενος δίσκος, «Sad Songs for Dirty Lovers» (2003), ένα σαφές βήμα προς τα εμπρός σε κάθε επίπεδο (παραγωγή, τραγούδια, ερμηνεία κ.λπ.), που, αν και τα πήγε κάπως καλύτερα εμπορικά, παρέμεινε ακόμα ένα κρυμμένο μυστικό που αποθεώνουν τα μουσικά έντυπα, με το γκρουπ να εξακολουθεί να δίνει συναυλίες σε σχεδόν άδεια venues. Αποδείχθηκε, όμως, πως ήταν αρκετό για να γυρίσουν σελίδα.

 

Η έκρηξη 

Οι The National υπογράφουν στην περιβόητη Beggars Banquet, εγκαταλείπουν τις πρωινές δουλειές τους και κυκλοφορούν το Alligator (2005), που βρίσκει την μπάντα αισθητά μεταμορφωμένη. Με τη βοήθεια του Peter Katis, παραγωγού των Interpol, τονίζουν  τα δυνατά τους χαρτιά, δηλαδή το φοβερό rhythm section των αδελφών Devendorf και το συνθετικό ταλέντο του Aaron Dessner, και μετατρέπουν τα φωνητικά του Berninger σε σήμα κατατεθέν του γκρουπ. Η ανοδική πορεία θα συνεχιστεί και με το υπέροχο «Boxer», έναν απ’ τους κορυφαίους δίσκους των ’00s (εδώ υπάρχουν μερικά από τα καλύτερά τους τραγούδια, όπως τα «Brainy», «Squalor Victoria», «Fake Empire», «Slow Show» κ.ά.), που θα τους οδηγήσει με φόρα στο επόμενο κεφάλαιο της καριέρας τους, τη «μεταγραφή» στη μυθική -για την κιθαριστική μουσική- 4AD και την κυκλοφορία του «High Violet» το 2010. Και σε αυτό το σημείο είναι που τους συναντάμε στο «Mistaken for Strangers», το ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Tom Berninger.

 

Η δόξα και τα χρήματα

Η μπάντα ετοιμάζεται για την πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία της για την προώθηση του νέου της δίσκου και ο Berninger αποφασίζει να πείσει τον αδελφό του να βγει απ’ το υπόγειο του πατρικού τους σπιτιού και να τους ακολουθήσει δουλεύοντας ως roadie. O Tom, φιλόδοξος κινηματογραφιστής σπλάτερ ταινιών (που μάλλον δεν έχει δει ποτέ κανείς) και φανατικός μεταλάς που βρίσκει το indie-rock των The National «δήθεν», αποφασίζει να πάρει μαζί του μια μικρή κάμερα για να καταγράψει την εμπειρία μιας ροκ εν ρολ περιοδείας. Μπορεί να είναι ατσούμπαλος κοινωνικά, κάπως goofy στη συμπεριφορά του, αλλά μέχρι ένα σημείο. Kαι, κυρίως επειδή δεν δίνει δεκάρα για τίποτα -για τους The National, για τον λόγο που βρίσκεται εκεί, για τα αισθήματα του αδελφού του-, λειτουργεί ως βαλβίδα αποφόρτισης για το εμφανώς αγχωμένο συγκρότημα που αναγκάζεται να βρει τρόπους να διαχειριστεί τη δόξα και τη φήμη που συναντά σε κάθε στάση της περιοδείας. Κι ενώ πρέπει συχνά ο tour manager αλλά και ο αδελφός του να του θυμίζουν πως «δεν είσαι μέλος της μπάντας», ο Tom στήνει μπροστά στην κάμερα του ένα-ένα τα μέλη και τους κάνει τις ερωτήσεις που κανείς δημοσιογράφος δεν θα τολμήσει ποτέ. «Έτσι όπως πας απ’ τη μια πόλη στην άλλη, χωρίς να κοιμάσαι καλά, σου συμβαίνει συχνά να νυστάζεις, όταν βγαίνεις στη σκηνή να τραγουδήσεις;», ρωτάει τον αδελφό του. «Πες την αλήθεια, ποιος μπορεί να παίξει πιο γρήγορα κιθάρα, εσύ ή ο Bryce;», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στον βασικό συνθέτη του γκρουπ, Aaron Dressner. Aaron Dressner. «Πώς φαντάζεσαι τους The National σε 50 χρόνια από τώρα;», λέει στον Bryce χωρίς να ξεκαρδιστεί στα γέλια.

 

Οι οικογενειακές σχέσεις και η ζήλια

Οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στην περιοδεία είναι ξεκάθαρο πως τον αντιμετωπίζουν σαν τον βλαμμένο αδελφό που τους φόρτωσε ο ηγέτης του συγκροτήματος. Και εδώ που τα λέμε, αυτό συμβαίνει. Ο Tom αδυνατεί να φέρεις εις πέρας τα ελάχιστα καθήκοντα που έχει αναλάβει και μοιάζει απογοητευμένος που, αντί να ζήσει ξέφρενα πάρτι βγαλμένα απ’ τις καλύτερες μέρες των Led Zeppelin, συνειδητοποιεί πως έχει βγει περιοδεία με μια ομάδα ήρεμων μουσικών που θέλουν όλα να πάνε καλά. Ταυτόχρονα, ο θεατής συνειδητοποιεί πως δεν βλέπει ακόμα ένα ντοκιμαντέρ για την πορεία των The National, αλλά μια αρκετά αυθόρμητη ιστορία (τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός γκρουπ με το δικό τους εκτόπισμα), που εστιάζει στα προβλήματα που γέννα η φήμη στις αδελφικές σχέσεις, η ζήλια που νιώθει κάποιος όταν ο άνθρωπος με τον οποίο μεγάλωσε μαζί αποδεικνύεται πολύ πιο επιτυχημένος και ικανός απ’ τον ίδιο κ.ο.κ. Και γι’ αυτό το «Mistaken for Strangers» είναι τόσο διασκεδαστικό και πρωτότυπο, ακόμα και στο δεύτερο μέρος, όταν το γκρουπ επιστρέφει στην Αμερική, όπου ο Tom αποδεικνύεται ένας μάλλον καταθλιπτικός νέος που δυσκολεύεται να ολοκληρώσει την παραμικρή δραστηριότητα (όπως του λέει χωρίς να μασήσει τα λόγια της και η μητέρα του) και φέρεται σαν κακομαθημένο μωρό που διασκεδάζει να ταλαιπωρεί τον αδελφό του.

 

Το happy ending

Να, όμως, που με την επιμονή του αδελφού και τη βοήθεια της γυναίκας του (καταξιωμένη δημοσιογράφος του «New Yorker») θα ολοκληρώσει το φιλμ και θα καταφέρει με αξιοζήλευτα αποτελέσματα να τονίσει τις ιδιαιτερότητες της αδελφικής αγάπης και να απευθυνθεί σε ένα κοινό που δεν χρειάζεται, όχι μόνο να αγαπάει, αλλά έστω και να ξέρει ποιοι είναι οι The National. Οι οποίοι, εννοείται, συνέχισαν τη ξέφρενη άνοδό τους, κυκλοφόρησαν ακόμα τρεις άκρως επιτυχημένους δίσκους, συνέδεσαν το όνομά τους με μια από τις κορυφαίες στιγμές του «Game of Thrones» (στην περιβόητη μάχη της δεύτερης σεζόν), κέρδισαν Grammy και ακόμα περισσότερη δόξα και χρήματα. Ο Tom δεν ξέρω τι κάνει, φαντάζομαι εξακολουθεί να ακούει heavy metal από τα ’90s, να μην αντέχει τη μελαγχολία των The National, ίσως ενίοτε να επιστρέφει στο πατρικό του να μείνει με τους γονείς του, αλλά βλέποντας το «Mistaken for Strangers» ξέρεις πως, ό,τι κι αν έχει γίνει, ο πιο επιτυχημένος αδελφός του θα του θυμίζει πως, για να καταφέρεις αυτό που θέλεις, χρειάζεται υπομονή. Και πως, καλώς ή κακώς, ακόμα κι αν προτιμά τους Judas Priest, θα φροντίζει ο ένας τον άλλο, όπως φαίνεται στην πανέμορφη σεκάνς που κλείνει το φιλμ. 

 

Cinematek T.11