Η διαδροµή µιας από τις πιο εµβληµατικές περσόνες της ποπ κουλτούρας, της Τζαµαϊκανής σταρ που ισοπέδωσε όποιο ταµπού υψώθηκε µπροστά της
Toυ Γιώργου Μιχαλόπουλου
Ποια είναι η πρώτη εικόνα της Grace Jones που µπορείτε να φέρετε στο µυαλό σας; Μήπως κάτι απ’ τον ρόλο της αγριεµένης αµαζόνας µε το γυµνασµένο στέρνο και τον Arnold - «είµαι ο Κόναν ο Βάρβαρος» - Schwarzenegger στο πλάι της; Ως εντυπωσιακή villain στο πλευρό του Christopher Walken στο «A View to a Kill» µε τον Roger Moore ως James Bond; Ή, τέλος, σε κάποια από τις ιστορικές φωτογραφήσεις που πραγµατοποίησε, είτε ως το πιο ιδιαίτερο super model των ’70s είτε, λίγο αργότερα, ως η απόλυτη προσωποποίηση της disco εποχής και ό,τι συµβόλιζε αυτή; Σε κάθε περίπτωση, η larger than life φιγούρα της δεν πέρασε ποτέ απαρατήρητη, ειδικά από τη στιγµή που άφησε πίσω της αρχικά την Τζαµάικα και στη συνέχεια την Αµερική.
Τα πρώτα χρόνια
Από την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας της, το 2015, µε τίτλο «I’ll Never Write my Memoirs» (στίχος απ’ το τραγούδι της «Art Groupie»), η Grace Jones ξεκαθάρισε µε σαφήνεια πως τα δύσκολα παιδικά της χρόνια -δηλαδή η υπέρµετρη καταπίεση της οικογένειάς της, που ακολουθούσε σκληρούς, θρησκευτικούς κανόνες, και η παρουσία του θετού της παππού (γνωστού ως Master P ή Mas P), στα χέρια του οποίου αφέθηκε στα δεκατρία της χρόνια, όταν οι γονείς της µετακόµισαν στις ΗΠΑ- καθόρισαν ουσιαστικά κάθε της βήµα. Η αυστηρότητα της θρησκείας την έκανε να µη βλέπει µπροστά της κανέναν κανόνα, η «σοβαρή κακοποίηση» (όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια) από τον Mas P προκάλεσε την αγριάδα στο βλέµµα της και ο ρατσισµός που συνάντησε ως µοντέλο στα ’70s την οδήγησαν αρχικά στο πιο ελεύθερο Παρίσι και στη συνέχεια στον κόσµο της disco και στην αγκαλιά του σπουδαίου φωτογράφου Jean-Paul Goude, όπου το ήδη µοναδικό ανδρόγυνο look της θα εκτοξευόταν σε ύψη που στρατιές από image makers από τότε µέχρι σήµερα ονειρεύονται να φθάσουν.
Είσοδος στη δισκογραφία και στο Studio 54
Είµαστε στα µέσα των ’70s και οι καταπιεσµένες κοινότητες της Νέας Υόρκης, οι Λατίνοι, οι Αφροαµερικανοί, οι οµοφυλόφιλοι κ.ο.κ., έχουν ήδη γεννήσει έναν δικό τους κόσµο διασκέδασης, µια µικρή γειτονιά ελευθερίας, όπου µπορούν να είναι ό,τι αυτοί θέλουν. Η underground disco έχει καθιερωθεί και στο λεξιλόγιο της µουσικής βιοµηχανίας καθιερώνονται λέξεις όπως DJ και dance remix, ενώ διάφορα clubs, όπως το Loft του David Mancuso ή το Galaxy, αποκτούν µυθικό στάτους. Είναι η πιο δηµιουργική περίοδος που γνώρισε ποτέ η νυχτερινή ζωή του πλανήτη και σε αυτόν τον κόσµο δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να ταιριάξει η πάντα οριακή περσόνα της Jones. Εκµεταλλευόµενη το γκελ που είχε κάνει στη Γαλλία ως µοντέλο, κυκλοφορεί, µε τη βοήθεια του σπουδαίου Tom Moulton, τρεις αµιγώς disco δίσκους, όπου συνυπάρχει η διασκευή του «La Vie en Rose» της Edith Piaf µε το «I Need a Man» (που συνυπογράφει ο ελληνικής καταγωγής Pierre Papadiamandis), και αµέσως καθιερώνεται στη συνείδηση της gay κοινότητας. Είναι οι κολασµένες µέρες του Studio 54 όπου η Grace Jones γίνεται κάτι σαν µασκότ του, όχι µόνο γιατί το έκανε δεύτερο σπίτι της, αλλά και γιατί σπάνια φορούσε κάτι παραπάνω από ένα καπέλο ή ένα µικρό κοµµάτι ύφασµα. Αν και µέσα στις καταχρήσεις της εποχής φαίνεται πως καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε γύρω της. Μπορεί η disco να περνούσε την εποχή... της παχιάς αγελάδας, µπορεί οι επώνυµοι θαµώνες του Studio 54 να ένιωθαν πως ζούσαν ασφαλείς σε µια φοβερή κρυψώνα όπου βασίλευε µια παρακµή δικιάς τους εκδοχής, όµως το συγκεκριµένο κλαµπ ήταν ταυτόχρονα το ακριβώς αντίθετο απ’ όσα αντιπροσώπευε αυτή η µουσική και ο συγκεκριµένος τρόπος διασκέδασης. Από το «Love is the Message» και τον µαζικό χορό ευφορίας είχαµε περάσει στη φάση της σκληρής «πόρτας» και των πρωτοπόρων celebrities. Βέβαια, θα µπορούσε να µη συµβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά στο µυαλό της και απλώς να συνειδητοποίησε πως απέναντι σε τραγουδίστριες όπως η Donna Summer και η Gloria Gaynor δεν είχε πολλές ελπίδες, οπότε άφησε την disco πίσω της.
Η Grace συναντά το post punk
Οσα µουσικά θα την καθιέρωναν -και τελικά θα ξεπερνούσαν όσα έκανε µε τις εικαστικές τέχνες στο πλάι του Goude και του Warhol ή στις πασαρέλες των πιο ανήσυχων σχεδιαστών µόδας- ήρθαν µε την τριλογία που ακολούθησε τις disco ηµέρες της, όταν µπήκε σε ένα στούντιο στις Μπαχάµες µε παραγωγούς τον Alex Sadkin και τον πρόεδρο της Island Records, Chris Blackwell. Εκεί, µε µια οµάδα εκλεκτών µουσικών, µε πιο γνωστούς το µυθικό reggae δίδυµο των Sly Dunbar και Robbie Shakespeare, γνωστό πιο απλά ως Sly & Robbie, θα έκανε µια στροφή 180 µοιρών στην καριέρα της, αποδεικνύοντας πως οι κεραίες της έπιαναν πάντα τα πιο ενδιαφέροντα «κύµατα» της µουσικής, και θα κυκλοφορούσε τρεις δίσκους όπου το dub συναντούσε το post punk, όπως ήδη συνέβαινε σε ένα underground κοµµάτι του µουσικού Λονδίνου. Και κάπως έτσι δηµιουργήθηκαν τα «Warm Leatherette» (1980), «Nightclubbing» (1981) και «Living my Life» (1982), µε το δεύτερο να είναι η πιο σηµαντική κυκλοφορία της και µια από τις «κορυφές» συνολικά των ’80s. Από αυτά τα άλµπουµ τραβάει κυρίως το υλικό της και η Sophie Fiennes (αδελφή των διάσηµων ηθοποιών Ralph και Joseph Fiennes), που υπογράφει το ντοκιµαντέρ «Grace Jones: Bloodlight and Bami». Η Fiennes εκµεταλλεύεται στο έπακρο δύο ειδικά σχεδιασµένες συναυλίες της Jones στο ∆ουβλίνο το 2009 (δηλαδή αµέσως µετά την επιστροφή της στη δισκογραφία µε την κυκλοφορία του «Hurricane») και, στις δύο ώρες που διαρκεί το φιλµ, βλέπουµε πανέµορφα πλάνα της Jones επί σκηνής: να εναλλάσσει φοβερά καπέλα και ενδυµασίες, να κάνει hula hoop ενώ τραγουδάει, να εντυπωσιάζει όταν τραγουδάει το «Pull Up to the Bumper» κ.λπ. Ενδιάµεσα, παρουσιάζει καθηµερινές στιγµές αλλά και αφηγήσεις της ίδιας και της οικογένειάς της από το παρελθόν της. ∆εν χρησιµοποιεί καθόλου αρχειακό υλικό και αυτό τις περισσότερες στιγµές λειτουργεί υπέρ της, αφού τα broken English της Jones είναι απολαυστικά, ειδικά σε στιγµές που επιδεικνύουν τον δυναµισµό της: το τηλεφώνηµα στον Robbie Shakespeare, ο οποίος δεν εµφανίζεται στο στούντιο που πληρώνει η ίδια για ηχογράφηση, την κατσάδα στο Γάλλο σκηνοθέτη που έχει τη φαεινή ιδέα να την πλαισιώσει µε µερικές ηµίγυµνες χορεύτριες ενώ αυτή τραγουδάει το «La Vie en Rose» («Με κάνεις να φαίνοµαι σαν µια τσατσά σε µπουρδέλο»), τον καβγά µε έναν promoter που έχει κάνει λάθος στην κράτησή της στο ξενοδοχείο κ.ά.
Η Grace Jones που βλέπουµε επί σκηνής φαίνεται έτοιµη να κάνει σχεδόν µια χαψιά οποιαδήποτε στάρλετ της µουσικής προσπάθησε ύστερα από αυτήν να γίνει προκλητική ή, έστω, πρωτότυπη στο κοµµάτι της εικόνας - τη Lady Gaga, τη Rihanna, την Jennifer Lopez ή την πιο φρέσκια FKA Twigs, διαλέξτε όποια θέλετε. Μιλάµε για την Grace Jones, που κατάφερε να κάνει τον Dolph Lundgren πρωταγωνιστή ταινιών δράσης µόνο και µόνο µε την παρουσία της δίπλα του. Τι άλλο να πει κανείς;
---------------------------------------
Jameson Music Screenings
Screening #1 / Grace Jones: Bloodlight and Bami
Μετά την προβολη της ταινίας θα ακολουθήσει πάρτι µε µουσικές του Pepper 96,6 και Jameson drinks.
∆ευτέρα 16 ∆εκεµβρίου 2019 στις 21.00 στον κινηματογράφο Άστορ
Γενική είσοδος, 5ε /Φοιτητικό, 3ε
**Περιορισμένη προπώληση εισιτηρίων, 3ε: www.astorcinema.gr