Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

εμα παμπλο λαραιν

Έμα - Το Εικόνισμα της Νέας Ουτοπίας

Του Τάσου Στεργίου 

 

1.
Συμβαίνει συχνά, απέναντι σε κινηματογραφικές αφηγήσεις όπου όλα μοιάζουν ξένα, τα σώματά μας να στέκονται μπροστά τους αμήχανα. Κάποιοι προτιμούν να μένουν ανέγγιχτοι και κλειστοί, σαν να τους μπλοκάρει μια αποφασιστική άρνηση απέναντι σε κάθε άλλη δυνατότητα ύπαρξης. Άλλοι ανοίγουν και αφήνονται, χωρίς δισταγμό, να παρασυρθούν στη δίνη του αινίγματος που παρακολουθούν - την ώρα που ψάχνουν από πού να πιαστούν, να βρουν το κλειδί να το ξεκλειδώσουν για να λάβουν την έξαψη της λύσης, όταν όλα αποκτήσουν ξαφνικά υπόσταση. 

Η «Έμα» του Πάμπλο Λαραΐν εικονοποιεί, σε μορφή αινίγματος, την εξέγερση ενός νέου χιλιανού υποκειμένου, επινοώντας μια γυναίκα από το μέλλον ή, αλλιώς, σκιαγραφώντας το εικόνισμα μιας νέας ουτοπίας μέσα σε τρεις κινήσεις: το γκρέμισμα των συμβάσεων, την απελευθέρωση του σώματος και τη συγκρότηση μιας νέας οικογένειας. 

2. 
Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία, όπου η Έμα, θέλοντας να πιάσει δουλειά σε ένα σχολείο ως δασκάλα χορού, έχει έναν εντελώς παράλογο και ξεκαρδιστικό διάλογο με τη διευθύντρια του σχολείου (έναν διάλογο που η ειλικρίνειά του βγάζει τη γλώσσα στις ανέπαφες και ανέξοδες συζητήσεις που τείνουν να κυριαρχήσουν στην καθημερινότητά μας). Η διευθύντρια, χωρίς δισταγμό, αποθεώνει την ελευθερία και την αμφισβήτηση των Αρχών, θεωρώντας ότι είναι κάτι που πρέπει να μάθουν οι μαθητές. Όπως αποκαλύπτει, σιχαίνεται την πειθαρχία - και την ώρα που το αποκαλύπτει, γελάει με σκανδαλισμό! Η Έμα τα χάνει μπροστά στην άνεση της διευθύντριας που αρθρώνει την αντίφαση, ενώ, ταυτόχρονα, το σώμα της χαλαρώνει στην καρέκλα και η έκφρασή της αρχίζει να αποπνέει μια αναπάντεχη σεξουαλικότητα και ομορφιά. Τη στιγμή που η διευθύντρια αποκαθηλώνει η ίδια τον ρόλο της, επιβεβαιώνει τον εαυτό της και τον εξυψώνει απέναντι στον αστείο ρόλο που κλήθηκε να παίξει στη ζωή της. (Γιατί γεννηθήκαμε στον κόσμο αυτό, άλλωστε;). Η διευθύντρια μας διαβεβαιώνει πως έχει απόλυτη συναίσθηση του ρόλου που καλείται να παίξει, αυτόν, δηλαδή, της μικρής δικτάτωρος, αλλά, όπως αφοπλιστικά εξηγεί, «αυτήν τη στιγμή» μας μιλάει «ως άνθρωπος». Δικαιολογεί, χαριτολογώντας, αυτήν την παραφωνία λέγοντας πως πάσχει από διπολική διαταραχή. (Και ας είναι η πραγματικότητα που ταΐζει καθημερινά με διπολική διαταραχή κάθε σώμα που αποπνέει και αναζητά να ζήσει «ως άνθρωπος»). 

3.
Οι κοινωνικές συμβάσεις χρειάζονται δύο για να τις συντηρήσουν, αλλά και να τις αδειάσουν στη στιγμή. Χρειάζεται μόνο μια στιγμή, ένα ξάφνιασμα, για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τίποτα το αντικειμενικό στον κόσμο μας παρά μόνο πυκνές υφάνσεις νοήματος: ο πολιτισμός είναι θέμα πίστης και η κοινωνική πραγματικότητα είναι απλά μια σύμβαση που την επιτελείς - ή και όχι. Εδώ το προσωπικό γίνεται πολιτικό. Αν η εξουσία είναι στον αέρα που ανασαίνουμε -διάσπαρτη στα σώματά μας, που την επιτελούν σε παραδοσιακά οργανωμένες ιεραρχίες και παγιωμένους κοινωνικούς ρόλους-, αν η εξουσία όπως τη γνωρίζουμε εδράζεται, κατ’ αρχάς, στην αποδοχή δυαδικών μορφών αφέντη - δούλου, τότε η άρνηση επιτέλεσής της, ακόμα και από τον έναν από τους δύο συνομιλητές, είναι ικανή να προκαλέσει βραχυκύκλωμα, να την ακυρώσει και, έτσι, να την ξεπεράσει. Σε μια εποχή που άνθρωποι σε κάθε θέση της ιεραρχίας δυσφορούν στα σώματα τους -αφού κανείς από τους διαθέσιμους τρόπους ύπαρξης δεν έχει πια νόημα-, οι αφηγήσεις του παρελθόντος έχουν πια ξεπεραστεί από την εκτροχιασμένη πραγματικότητα· και το παράλογο κυριαρχεί. Και αν το νόημα παύει να λειτουργεί, τότε αυτό θα χρειαστεί να αποικίσει αλλού. 

Η Έμα θα μας δείξει το πού, αφού πρώτα έχει αναλάβει με το φλογοβόλο της να κάψει το αναγκαίο έδαφος της νέας σποράς. Η ουσιώδης λειτουργία της ουτοπίας είναι η κριτική αυτού που είναι παρόν - και η Έμα απαντά με τη νέα της ύπαρξη στη μοριακή διάσταση της εξουσίας και της αέναης κυτταρικής της αναπαραγωγής.


4.
Για την Έμα, οι συμβάσεις είναι σαν ξενιστές στα σώματά μας, και είναι το σώμα της που πρώτο θα τις αποτινάξει για να γίνει το αγωνιστικό σάλπισμα μιας νέας ζωής. Η «Έμα» του Λαραΐν είναι ένα κάλεσμα αγωνιστικό: η Έμα χορεύει, η Έμα καβλώνει, η Έμα διεκδικεί τη ζωή της πίσω, βάζοντας φωτιές στο καθηλωμένο, ανάπηρο παρόν. Όταν ο χορογράφος άντρας της την εγκαλεί -εξαγριωμένος για τη λαϊκή μουσική του Ρέγκετον, που χορεύεται στους δρόμους του Βαλπαραΐσο, και που η αγαπημένη του έχει επιλέξει να υπηρετήσει από εδώ και στο εξής, φτύνοντας αυτόν και τους ομοίους του και τις παραστάσεις τους-, στήνει όλο το ηθικολογικό πλέγμα που κρατά καθηλωμένες τις χορεύτριές του - ή και τον ίδιο. Άλλωστε, πρόκειται για «μια μουσική για φυλακισμένους, (...) μια μουσική που σε κάνει να μη σκέφτεσαι (...) και για έναν χορό που μετατρέπει τις γυναίκες σε μονοδιάστατα αντικείμενα του σεξ». Η απάντηση είναι πληρωμένη: «καβλώνουμε ελεύθερα, (...) χορεύουμε τη ζωή, (...) γιατί και εσύ που βρίσκεσαι εδώ είσαι εδώ γιατί δύο σώματα καβλώσανε και ήρθανε σε οργασμό». 

Η Έμα, αφού ξεφτιλίζει κάθε άντρα-υπερασπιστή της γυναικείας σεξουαλικότητας, μεταθέτει το ζήτημα στο ίδιο το αντρικό φύλο, αντιστρέφοντας το είδωλο της «επικίνδυνης σεξουαλικότητας» και υποβιβάζοντάς το, κοροϊδευτικά, σε ένα άσκεπτο μόριο και, έτσι, σε υποχείριο της κάθε γυναίκας. Η Έμα βγαίνει από πάνω, με μια κίνηση χειραφέτησης που περνά μέσα από ένα ξεγύμνωμα της γυναικείας σεξουαλικότητας από παραδοσιακές συμβάσεις που στοιχειώνουν. Ή, αλλιώς, μέσα από τη μεταμοντέρνα ανάγνωση της σεξουαλικότητας ως κατασκευής, μια κατασκευή που μπορείς να επινοήσεις εκ νέου και κατά βούληση. Αρκεί να μάθεις να τη χορεύεις, για να μάθει και το σώμα σου να την υπηρετεί.

Και όμως, αυτή η μεταμοντέρνα κίνηση δεν αδειάζει μόνο το νόημα από το κέντρο του, αλλά το ξαναγεμίζει με ατόφιο συναίσθημα. 

5.
Ο αγώνας προς τη νέα ουτοπία ξεκινάει από τον εαυτό. Όμως, διαρκώς περιλαμβάνει το εμείς, τον τρόπο που θα είμαστε μαζί, σε μια υπαρξιακή ανακατασκευή του συναισθήματος ανάμεσά μας. Η μεταμόρφωση της Έμα είναι η ουτοπική μεταμόρφωση του κόσμου μας, μια γλυκιά αναγγελία που, σαν αντήχηση του κύματος της Ιστορίας, επαναδιατυπώνει απέναντι σε αυτήν τη διαβολική μαγγανεία που δένει τον κόσμο μας· είναι η μάνα· είναι η γέννηση· είναι η ζωή και η ανάσταση μαζί. «Αν επρόκειτο να προκύψει ένας κόσμος ο οποίος παρεμποδίζεται για προφανείς λόγους, αλλά ο οποίος -θα μπορούσε να πει κανείς- είναι εντελώς πιθανός, είναι εκπληκτικό ότι αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει» (E. Bloch, Th. W. Adorno, 2000, “Κάτι Λείπει”, 37). Το μέλλον άργησε πενήντα χρόνια στη Χιλή της χούντας του Πινοσέτ. Μόνο και μόνο για να αναγεννηθεί στους δρόμους και τις πλατείες ένα υπεράνθρωπο ον, το οποίο θα υπερβεί κάθε φαντασία ενός αντιδραστικού παρελθόντος που έχει κατσικωθεί σε δύο και τρεις γενιές. Ίσως για να δείξει πως ο αγώνας παραμένει υπόθεση ιστορική και η ουτοπία το ιερό του.

6.
Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής της εικονοποιίας είναι που δοκιμάζεται και η φαντασία του θεατή, η οποία εξακολουθεί να παραμένει εγκλωβισμένη σε προκάτ αφηγήσεις. Μπροστά στις μηχανορραφίες της Έμα, αναμένεις και εσύ -βουτηγμένος στη σύμβαση- μια ακραία εκδίκηση, ένα σαρωτικό χτύπημα στους αντιπάλους της, αυτούς που έχουν τώρα τον θετό της γιο. Περιμένεις το κακό. Αυτό θα δικαιολογούσε τη φαινομενικά παράλογη και εκτός ελέγχου συμπεριφορά της. Εκεί είναι που ο Πάμπλο Λαραΐν αποκαλύπτει στο πρόσωπο της Έμα τη νέα ουτοπία. Το άλλο της όνομα είναι η φροντίδα. Η Έμα έχει μεταμορφωθεί, διανύοντας μια απόσταση από την άβυσσο του μηδενισμού στο άλμα σε έναν άλλον κόσμο, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει η φροντίδα και το ενδιαφέρον, τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους νέους της συντρόφους, μαζί με τους οποίους θα επινοήσουν μια νέα μορφή οικογένειας, που βασίζεται στη φιλία, ικανή να σταθεί στο ύψος των νέων περιστάσεων. Και να τις ξεπεράσει. 

 

 

Cinematek T. 12